Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατρύπωτος -η -ο [atrípotos] Ε5 : που δεν τον τρύπωσαν, δεν τον έραψαν με τρύπωμα (πρόχειρα): Φούστα ατρύπωτη.
[α- 1 τρυπώ(νω) 2 -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατρύπωτος, -η, -ο [atrípotos]
- not sewn w. a temporary stitch, unbasted, untacked (ant τρυπωμένος):
- ατρύπωτο πανταλόνι, σακκάκι, φόρεμα
[cpd w. τρυπωτός (: τρυπώνω); cf substantiv. f τρυπωτή 'sack-needle']
- not sewn w. a temporary stitch, unbasted, untacked (ant τρυπωμένος):



