Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατραυμάτιστος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατραυμάτιστος, -η, -ο [atravmátistos] (L)
  • unwounded (syn αλάβωτος 1, απλήγωτος)

[fr kath ατραυμάτιστος ← K 'not caused by a wound']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες