Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατονικός 1 -ή -ό [atonikós] Ε1 : α.που πάσχει από ατονία: Aτονική καρδιά. β. που επιφέρει ατονία ή που προέρχεται από αυτήν: Aτονική κατάσταση.
[λόγ. < γαλλ. atonique < aton(ie) < αρχ. ἀτον(ία) -ique = -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατονικός 2 -ή -ό : α.(γραμμ.) που δε χρησιμοποιεί τόνους στις λέξεις: Προτιμά το ατονικό σύστημα γραφής από το μονοτονικό. β. (μουσ.) που δεν ακολουθεί τους τονικούς κανόνες της αρμονίας. ANT τονικός: Aτονική μουσική. Aτονικό σύστημα.
[λόγ.: α: α- 1 τονικός· β: σημδ. γαλλ. atonal < a- + λατ. tonus < αρχ. τόνος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατονικός, -ή, -ό [atonikós] (L)
- ① mus avoiding traditional tonality, lacking a tonal center, atonal (ant τονικός):
- ατονική μουσική |
- ένα διάστημα μεγάλης εβδόμης με πέρασμα την αυξημένη τετάρτη είναι λίγο ατονικό και ξεκομμένο από τα υπόλοιπα (SPapadimitriou)
- ② lang not marking the accents on words:
- εφάρμοσε το ατονικό σύστημα από τα πρώτα βιβλία του (Peranthis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατονικός, cpd w. τονικός]
- ① mus avoiding traditional tonality, lacking a tonal center, atonal (ant τονικός):



