Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατομικισμός ο [atomikizmós] Ο17 : α.η στάση και η συμπεριφορά του ατομικιστή, εκείνου που σκέπτεται και ενεργεί με βάση αποκλειστικά και μόνο το άτομό του· ατομισμός, φιλοτομαρισμός. ANT αλτρουισμός: Εξαιτίας του ατομικισμού του ήταν αδύνατη κάθε είδους συνεργασία. β. ατομοκρατία.
[λόγ. ατομικ(ιστής) -ισμός μτφρδ. γαλλ. individualisme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατομικισμός [atomicizmós] ο, (L)
- ① self-centeredness, selfishness, individualism, egotism (syn ατομικιστικό, ατομισμός 3, εγωισμός):
- άγριος, στείρος ~ |
- η Ελλάδα ύστερα από τον Πελοποννησιακό πόλεμο αρχίζει και διαλύεται, .. ο ~θριαμβεύει (Kazantz) |
- ο φρενιασμένος ~ της κοινωνίας του χρήματος οδήγησε τους λαούς στο αδιέξοδο (Theotokas) |
- ξύπνησε ένας πρωτόγονος ~, που άρπαζε ό,τι εύρισκε .. κι αδιαφορούσε ανήκουστα για το διπλανό του (ADoxas)
- ② study or theory concerned w. or centered on individuals, individualism (syn ατομισμός 1, ατομοκρατία):
- φθάνουμε έτσι στον ιστορικό ατομικισμό, δηλαδή στην αντίληψη πως η ιστορία δεν είναι άλλο από την ιστορία των μεγάλων ανθρώπων (Evelpidis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομικισμός, der of ατομικός w. suff -ισμός]
- ① self-centeredness, selfishness, individualism, egotism (syn ατομικιστικό, ατομισμός 3, εγωισμός):



