Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατομίκευση [atomícefsi] η, (L)
- individualization (syn εξατομίκευση, ant αποατομίκευση):
- με την ~ όμως αυτήν ο πλατωνικός διάλογος αποχτά μερικά γνωρίσματα του δράματος (Theodorakop)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομίκευσις, der of ατομικεύω]
- individualization (syn εξατομίκευση, ant αποατομίκευση):



