Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατμόμετρο [atmόmetro] το, (L)
- ① steam gauge (syn phr μανόμετρο ατμού)
- ② instrument for measuring evaporation, atmometer, evaporimeter (syn εξατμισίμετρο)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμόμετρον, cpd. w. -μετρον]



