Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμο
65 εγγραφές [61 - 65]
[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοσωλήνας [atmosolínas] ο, (L)
  • steam pipe

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοσωλήν, cpd w. σωλήν, calqued on Fr tuyau de vapeur]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοτελωνίδα [atmoteloní∂a] η, (L) obsol
  • customs or coastguard steamboat, revenue cutter:
    • τ' ακρογιάλια δεν έχουν τελωνοφυλάκους ούτε η θάλασσα ατμοτελωνίδες (Karkavitsas) |
    • ένα μικρό βαποράκι, που το λέγαμε ~, .. γύριζε τις ακτές, μα νοιαζόταν προπαντός για λαθραία (Zappas)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοτελωνίς, cpd w. τελωνίς (1897), calqued on Fr patache de douane]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοτουρμπίνα [atmoturbína] η, (L)
  • steam turbine (syn ατμοστρόβιλος)

[neol, cpd w. τουρμπίνα 'στρόβιλος']

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοτρύπανο [atmotrípano] το, (L)
  • steam-powered drill

[fr kath (neol) ατμοτρύπανον, cpd w. τρύπανον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοφράχτης [atmofráxtis] ο, (L) (& ατμοφράκτης)
:
  • τάχα παίζοντας, γελώντας, γύρω από τα γράδα, τους αυλούς, τους ατμοφράχτες, να τον τσακώσουν σε μια στιγμή απολησμονημένο (Koumantareas)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοφράκτης, cpd w. φράκτης]

< Προηγούμενο   1... 3 4 5 6 [7]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες