Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμοστρόβιλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοστρόβιλος [atmostrόvilos] ο, (L)
  • steam turbine (syn ατμοτουρμπίνα)

[fr kath (neol) ατμοστρόβιλος, cpd w. στρόβιλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες