Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμοκίνητος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατμοκίνητος -η -ο [atmokínitos] Ε5 : (για μηχανή, όχημα κτλ.) που κινείται με ατμό ή με ατμομηχανή: Aτμοκίνητο όχημα / σκάφος, ατμήλατο. Aτμοκίνητες μηχανές. Aτμοκίνητοι αργαλειοί.

[λόγ. ατμο- + -κίνητος μτφρδ. αγγλ. steam-driven]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοκίνητος, -η, -ο [atmocínitos] (L)
  • steam-powered, steam-driven (syn in ατμήλατος):
    • ατμοκίνητος σιδηρόδρομος |
    • ατμοκίνητη ναυτιλία, φρεγάτα (φρεγάδα) |
    • ατμοκίνητο πηδάλιο, πλοίο |
    • ατμοκίνητη μηχανότρατα steam trawler |
    • οι Τάιμς του Λονδίνου .. γιόρτασαν την εικοστή .. επέτειο της εκτυπώσεώς τους σε ατμοκίνητα πιεστήρια (Athanasidadis-N) |
    • την ευρύχωρη λεωφόρο διέσχιζαν .. τα μόνιππα .. και ο ~ τροχιόδρομος (Skouzes) |
    • ο Ήρων ο Αλεξανδρινός .. μας περιγράφει διάφορες ατμοκίνητες μηχανές (Evelpidis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοκίνητος, cpd w. κινητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες