Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ατμιτικός, επίθ.
-
- Έκφρ. ύδωρ ατμιτικόν = στεμφυλόπνευμα (ούζο ή τσίπουρο):
- (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 8824).
[<ουσ. ατμός + κατάλ. ‑τικός]
- Έκφρ. ύδωρ ατμιτικόν = στεμφυλόπνευμα (ούζο ή τσίπουρο):