Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατζαμίστικος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατζαμίστικος, -η, -ο [adzamístikos]
  • exhibiting lack of experience or skill, inexpert, amateurish, crude (syn in ατζαμήδικος 1):
    • ατζαμίστικο οδήγημα |
    • ατζαμίστικο ράψιμο

[der of ατζαμής w. suff -ίστικος; cf κοπελίστικος, κοριτσίστικος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες