Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατζαμίδικος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατζαμίδικος -η -ο [adzamíδikos] Ε5 : (προφ.) που γίνεται από ατζαμή· αδέξιος: Aτζαμίδικο κατασκεύασμα / ράψιμο. Aτζαμίδικες δουλειές / κουβέντες. ατζαμίδικα ΕΠIΡΡ αδέξια.

[ατζαμ(ής) -ίδικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες