Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστυνομοκρατούμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αστυνομοκρατούμαι [astinomokratúme] Ρ10.9β : για περιοχή που αστυνομεύεται αυστηρά.

[λόγ. αστυνομο(κρατία) -κρατούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες