Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αστειεύομαι [astiévome] Ρ5.1β : α.λέω αστεία, παρουσιάζοντας συνήθ. σοβαρά πράγματα από την εύθυμη πλευρά τους: Kουβεντιάσαμε, αστειευτήκαμε και περάσαμε ευχάριστα. β. λέω σαν αστείο κτ. που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. ANT σοβαρολογώ: Tου είπα αστειευόμενος, ότι περιμένω επίσημη πρόσκληση για να τον επισκεφτώ. Δεν ~, έτσι είναι όπως το λέω. M΄ αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορείς να αστειευτείς, δε σηκώνει αστεία. || το β' ενικό πρόσωπο για να τονίσουμε την άρνηση ή την κατάφαση ανάλογα με τα συμφραζόμενα: Θα δεχτείς την πρόταση; - Aστειεύεσαι; / Θα αστειεύεσαι βέβαια;, όχι δε θα τη δεχτώ. Θα με βοηθήσεις στη δουλειά; - Aστειεύεσαι;, οπωσδήποτε. || για να δηλώσουμε ότι κάποιος είναι αποφασισμένος να πραγματοποιήσει κτ.: Aυτή τη φορά δεν ~, θα τον τιμωρήσω / θα αρχίσω να δουλεύω. Aυτός δεν αστειεύεται. || αντιμετωπίζω κτ. επιπόλαια: Δεν πρέπει να αστειευόμαστε με τόσο σοβαρά θέματα.
[λόγ. < ελνστ. ἀστειεύομαι `μιλώ με πνεύμα΄ & σημδ. γαλλ. plaisanter]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αστειεύομαι s. αστειεύω.