Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασθενοφόρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
ασθενοφόρος1 [asθenofόros] η, (L) = ασθενοφόρο το
:
  • μας μεταφέρανε στο νοσοκομείο .. με την ίδια ασθενοφόρο(Chourmouziadis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασθενοφόρος (sc άμαξα), substantiv. f of ασθενοφόρος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασθενοφόρος2, -α, -ο [asθenofόros] (L)
  • used as an ambulance:
    • νοσοκομειακό ασθενοφόρο όχημα ambulance |
    • ουρλιάζουν από καιρό σε καιρό οι πυροσβεστικές αντλίες, τα ασθενοφόρα αυτοκίνητα ή τα περιπολικά της άμεσης δράσης (Karantonis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ασθενοφόρος, cpd of ασθενής & combin form -φόρος (: φέρω); cf σκευοφόρος etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες