Παράλληλη αναζήτηση
| 2.386 εγγραφές [2151 - 2160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφαλίτης ο [asfalítis] Ο10 : (μειωτ.) αυτός που υπηρετεί στην Aσφάλεια, συνήθ. όταν πρόκειται για κατώτερο όργανο: Mέρα νύχτα τον παρακολουθούσε ένας ~.
[Aσφάλ(εια)I2α -ίτης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλίτης [asfalítis] ο,
- ① internal security police officer or agent
- ② member of a paramilitary security battalion, militiaman (syn ταγματασφαλίτης):
- πολλοί κατατάχθηκαν ως ασφαλίτες, για να σώσουν τον τόπο από τον μπολσεβικισμό (ChZalokostas)
[der of ασφάλεια; cf διμοιρίτης, οπλίτης, συμμορίτης etc]
[Λεξικό Κριαρά]
- άσφαλτα, επίρρ.
-
- Mε βεβαιότητα, σίγουρα:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 1476).
[<επίθ. άσφαλτος. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Mε βεβαιότητα, σίγουρα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άσφαλτα [ásfalta] adv
- ① without deviating, unerringly, steadily, surely (syn σταθερά):
- το πρώτο αλαφρομήνυμα της αρρώστιας, που τον έφερνε τον I. αγάλια αγάλια, .. όμως ~ |
- οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και ~ με τον αφρό του κυμάτου (Karkavitsas)
- ⓐ without fail, without exception, unfailingly, invariably, surely (syn σίγουρα):
- μια κοπέλα, που θα πιει νερό από τούτα τα πηγάδια, θα παντρευτεί ~ |
- υπερίσχυσε το ένστικτο του στενού εγωισμού, που .. οδηγεί ~ σε συμφορές (Thrylos) |
- σε ξόδια Pωμιών θαν' έβλεπες ~ και λιγοστούς Tούρκους να ακολουθούν (EAlexiou) |
- poem κάτεχε αυτός πως φέρνουν ~
- ② unerringly, faultlessly, accurately (syn αλάνθαστα, syn phr με ακρίβεια):
- δουλεύει, καταλαβαίνει, χτυπάει ~ |
- ένοιωθα πόσο ~ η αγάπη κι η κατανόηση της επίγειας ζωής έχουν οδηγήσει το χέρι του αρχιτέχτονα (Kazantz) |
- η σειρά με την οποία τοποθετούνται τα επιχειρήματα [είναι] ~ ζυγισμένη (Thrylos) |
- βρίσκουν ~ το σημάδι τους (Zappas) |
- ανοίγει ~ το δρόμο, που αποφάσισε να πάρει (Petsalis)
- ⓑ w. certainty or assurance (syn phr στα σίγουρα):
- [δεν] μπορείς από τα δεδομένα να μαντέψεις ~ |
- προβλέπουν .. ~ την τρικυμία (Zappas) |
- νοιώσαμε ~ .. το λεπίδι να κατεβαίνει στο κεφάλι της (Theotokas) |
- χωρίς την ουσιώδη αυτή διάκριση είναι αδύνατο να εξηγήσουμε ~ ένα κύριο στοιχείο της νεώτερης ποίησης (Spandonidis, adapted)
- ③ quite probably, most likely, (almost) certainly, no doubt (syn in ασφαλώς 3):
- όλος ο κόσμος εσυμπέρανε ότι ο X. ~ |
- poem και τα παιδιά, που λείπουνε, ως αύριο θα φτάσουν, | θα τα 'κλεισε ~
[fr postmed άσφαλτα, der of άσφαλτος2]
- ① without deviating, unerringly, steadily, surely (syn σταθερά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασφαλτικός -ή -ό [asfaltikós] Ε1 : που αναφέρεται στην άσφαλτο, που αποτελείται από άσφαλτο: ~ τάπητας. Aσφαλτικά οδοστρώματα.
[λόγ. άσφαλτ(ος) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλτικός, -ή, -ό [asfaltikós] (L)
- of or containing asphalt, asphaltic, bituminous (syn ασφάλτινος, ασφαλτούχος, ασφαλτώδης):
- ασφαλτική επίστρωση asphalt paving (syn ασφαλτόστρωση) |
- ασφαλτική μαστίχη asphalt mastic |
- ~ τάπης asphalt macadam, asphalt, tarmac (syn άσφαλτος1 2, ασφαλτόστρωμα, ασφαλτοτάπητας) |
- εργοστάσιο επεξεργασίας ασφαλτικών υλικών |
- ο ~ τάπης καλύπτει λιγότερο από το μισό της διαδρομής (Varelas)
[fr kath (neol) ασφαλτικός, der of άσφαλτος1]
- of or containing asphalt, asphaltic, bituminous (syn ασφάλτινος, ασφαλτούχος, ασφαλτώδης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφάλτινος, -η, -ο [asfáltinos] (L) = ασφαλτικός
- :
- ~ |
- ασφάλτινη λεωφόρος |
- κυλούμε σε δρόμους, που όταν δεν έχουν ασφάλτινο τάπητα, είναι στρωμένοι με το .. βουλγαρικό καλντιρίμι (Melas)
[fr kath (neol) ασφάλτινος, der of άσφαλτος1]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλτίτης [asfaltítis] ο, (L)
- asphalt derived fr underground veins or deposits, asphaltite
[fr kath ασφαλτίτης ← K adj ἀσφαλτίτης 'bituminous']
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλτόδρομος [asfaltό∂romos] ο, (L)
- asphalt road (syn άσφαλτος1 2b, syn phr ασφάλτινος δρόμος):
- θα περάσομε διαδρομή δεκαέξι χιλιομέτρων ασφαλτόδρομου (Vasileiou) |
- οι ασφαλτόδρομοι και τα τσιμεντένια κτίρια εκτοπίζουν τα δάση και τα λιβάδια (Valaoras)
[cpd of άσφαλτος1 & δρόμος; cf τσιμεντόδρομος, χωματόδρομος]
- asphalt road (syn άσφαλτος1 2b, syn phr ασφάλτινος δρόμος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασφαλτόκυβος [asfaltόcivos] ο, (L)
- asphalt block
[fr kath (neol) ασφαλτόκυβος, cpd w. κύβος]



