Παράλληλη αναζήτηση
| 2.386 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασαβούρωτος -η -ο [asavúrotos] Ε5 : για καράβι που δεν έχει σαβούρα.
[α- 1 σαβουρώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασαβούρωτος, -η, -ο [asavúrotos]
- ① having no ballast, unballasted (syn ανερμάτιστος 1, ant σαβουρωμένος):
- ασαβούρωτη βάρκα |
- ασαβούρωτο καΐκι |
- φαντάζονται το στίχο του ποιητή σαν τρισελεύθερο κάτι και ασαβούρωτο (Palam)
- ⓐ being without money, penniless (syn απένταρος, ant σαβουρωμένος)
- ② fig unsteady, unstable, fickle (syn ανερμάτιστος 2, άστατος):
- πιο πολύ την εμπιστεύομαι .. την αισθητική του ποιητή από την ψυχολογία του κόσμου την πεισματάρα και την ασαβούρωτη (Palam)
[fr postmed (Meursius) ασαβούρωτος, cpd w. *σαβουρωτός (: σαβουρώνω)]
- ① having no ballast, unballasted (syn ανερμάτιστος 1, ant σαβουρωμένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασαγήνευτος -η -ο [asajíneftos] Ε5 : που δεν έχει σαγηνευτεί, δεν έχει γοητευτεί από κπ. ή από κτ.
[λόγ. α- 1 σαγηνεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασαγήνευτος, -η, -ο [asayíneftos] (L)
- unseduced, unswayed, unmoved (syn αδελέαστος 1, ασυγκίνητος):
- έμεινε ~από την ομορφιά της
[fr kath ασαγήνευτος ← PatrG, cpd w. *σαγηνευτός (: σαγηνεύω)]
- unseduced, unswayed, unmoved (syn αδελέαστος 1, ασυγκίνητος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασαΐτευτος, -η, -ο [asaíteftos]
- not shot at w. an arrow (syn ατόξευτος)
[cpd w. *σαϊτευτός (: σαϊτεύω)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ασακάτευτος -η -ο [asakáteftos] Ε5 : που δε σακατεύτηκε.
[α- 1 σακατεύ(ω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασακάτευτος, -η, -ο [asakáteftos]
- not crippled (ant σακατεμένος):
- αυτό είναι το μόνο καλό που αφήνει ο πόλεμος σε κείνους που του ξέφυγαν ζωντανοί και ασακάτευτοι (Myriv)
[cpd w. *σακατευτός (: σακατεύω)]
- not crippled (ant σακατεμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασάκκιαστος, -η, -ο [asácjastos]
- not put in sacks (syn ασακκούλιαστος, ant σακκιασμένος):
- τα καπνά έμειναν ασάκκιαστα
[cpd w. *σακκιαστός (: σακκιάζω)]
- not put in sacks (syn ασακκούλιαστος, ant σακκιασμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασακκούλιαστος, -η, -ο [asakúljastos] region. = ασάκκιαστος
[cpd w. *σακκουλιαστός (: σακκουλιάζω)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ασαλάγητος, -η, -ο [asaláγitos] (& ασαλάγιστος) region.
- not moved or led w. (a herdsman's) cries:
- ασαλάγητο κοπάδι
[cpd w. *σαγαλητός (: σαγαλώ, der of σάγαλος)]
- not moved or led w. (a herdsman's) cries:



