Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ας
2.386 εγγραφές [151 - 160]
[Λεξικό Γεωργακά]
ασβεστόχωμα [azvestόxoma] το,
  • soil containing calcium or limestone, calcareous soil:
    • ξετρύπωσε σαν τον ασβό από το λαγούμι του .. γιομάτος, χέρια και πόδια, ασβεστοχώματα (Vlachogiannis) |
    • να προσευχηθεί να πάψει η ανυδρία εκεί στα ασβεστοχώματα της Πάφου (Floros) |
    • πίσω του βρισκόταν άλλοτε ο γκρεμός από πετραδιασμένο ~ (Tsirkas)

[cpd w. χώμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβεστώδης, -ης, -ες [azvestό∂is] (L) chem & geol
  • containing calcium, calcareous (syn ασβεστούχος):
    • ασβεστώδες έδαφος |
    • οι ασβεστώδεις ουσίες θα αποτεθούν στον πυθμένα της λίμνης |
    • μπαίνει σε μια πετρώδη φάραγγα .. εντοιχισμένη μέσα σε ασβεστώδη βράχια (Ouranis)

[fr kath ασβεστώδης ← MG (gloss), cpd w. combin form -ώδης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασβέστωμα το [azvéstoma] Ο49 : 1.η ενέργεια του ασβεστώνω: Ο τοίχος θέλει ~, άσπρισμα. Έκανε μόνος του όλα τα ασβεστώματα. 2. λίπανση του εδάφους με ασβέστη.

[ασβεστώ(νω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβέστωμα [azvéstoma] το,
  • ① act or process of painting w. limewash, whitewashing (syn in ασβεστοβαφή 1, near-syn άσπρισμα):
    • τα δαντελώματα των αψίδων έχουν εξαφανισθεί κάτω από ένα ανελέητο ~(Ouranis) |
    • μετά το καθάρισμα μπορεί να γίνεται κάπου κάπου ένα ~, που φρεσκάρει το σπίτι (Saratsis) |
    • αλλεπάλληλα ασβεστώματα κρύβουν τις σύγχρονες με το κτίσμα τοιχογραφίες (Nikonanos)
  • ② coat of limewash, whitewash (syn in ασβέστης 2):
    • στο σπίτι από τις δυο πλευρές είχε φύγει σε μεγάλο μέρος το ~(Kokkinos) |
    • τ' ασβεστώματα των σπιτιών τύφλωναν τα μάτια με τη σκληρότητά τους (Ouranis)
  • ③ agric fertilization of soil w. lime, liming

[fr postmed (Somavera) ασβέστωμα, der of ασβεστώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβεστωμένος, -η, -ο [azvestoménos]
  • ① painted w. limewash, whitewashed (syn in ασβεστοχρισμένος):
    • ~διάδρομος, τάφος, τοίχος, φράχτης |
    • ασβεστωμένη αυλή, δεξαμενή, εκκλησία, κάμαρα, σκάλα |
    • ασβεστωμένο κελί, σπίτι, χώμα |
    • ο φούρνος ήταν έξω απ' το σπίτι .. σα μια μεγάλη κυψέλη ασβεστωμένη (Drosinis) |
    • το φεγγαρόφωτο έπεφτε .. πάνω στις ασβεστωμένες γλάστρες (Myriv) |
    • είχε δει τους ανθρώπους που κατέβαιναν από το ασβεστωμένο καμιόνι των νεκρών (DOikonomidis) |
    • poem τ' άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο, | δε μπορεί πια να κλάψει κλ (Vrettakos)
  • ② soiled or covered w. whitewash:
    • ο άλλος τεχνίτης .. εφαινότουν χτίστης από τ' ασβεστωμένο ρούχο του (Theotokis) |
    • χτύπησε την πόρτα των ένας άνθρωπος μπαλωμένος κι ~ (Papantoniou) |
    • αυτός βγήκε απ' την κοιλιά της μάνας του μ' ασβεστωμένα τα χέρια; (Malamou)
  • ③ painted (syn βαμμένος, μπογιατισμένος):
    • το καμπαναριό πρόβαλλε πάνω από κάτι κεραμίδια· ήταν ασβεστωμένο λουλακί και χτύπαγε στο μάτι (KPolitis)

[fr postmed (Somavera), MG (Du Cange) ασβεστωμένος, ppp of ασβεστώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ασβεστώνω [azvestóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω μια επιφάνεια με μείγμα σβησμένου ασβέστη και νερού: ~ το σπίτι, ασπρίζω. Kάτασπρα ασβεστωμένα εκκλησάκια. || (προφ., παθ.) λερώνομαι με ασβέστη.

[μσν. ασβεστώνω < ασβέστ(ης) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ασβεστώνω.
  • Επιχρίω με ασβεστοκονίαμα:
    • τις πέτρες … να ασβεστώσεις (Πεντ. Δευτ. XXVII 4).

[<ουσ. ασβέστης + κατάλ. ώνω. Πβ. ουσ. ασβέστωσις στον Ησύχ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβεστώνω [azvestόno] ipf ασβέστωνα, aor ασβέστωσα (subj ασβεστώσω)
  • ① paint w. limewash, whitewash (syn in ασβεστοβάφω, near-syn ασπρίζω):
    • πέρασε ο καιρός που ασβέστωσαν τις παλιές βυζαντινές τοιχογραφίες (Ouranis) |
    • πλύνανε τα τζάμια, .. ασβεστεστώσανε τ' αποχωρητήριο (Terzakis) |
    • οι Kαλυμνιές ανεβαίνουν τακτικά ν' ασβεστώσουν τις εκκλησιές των πατέρων τους (Varelas)
  • ② coat w. plaster (syn σοβαντίζω):
    • poem .. σαν γίγαντοι πιθώνουν | πέτρα σε πέτρα οι μάστοροι και χτίζουν κι ασβεστώνουν (Krystallis)
  • ③ agric fertilize soil w. lime

[fr postmed ασβεστώνω, der of ασβέστης]

[Λεξικό Γεωργακά]
ασβέστωση [azvéstosi] η, (L) med
  • ① depositing of calcium or calcium salts, as on cartilage or in tissue:
    • λόγω του ελαττωματικού μεταβολισμού των αλάτων του ασβεστίου .. η ~των οστών των παιδιών δεν εξελίσσεται κανονικά
  • ② lung disease caused by exposure to asbestos, asbestosis

[fr kath ασβέστωσις ← MG; sense 2 fr ISV asbestosis]

[Λεξικό Γεωργακά]
άσβηστα [ázvista] adv
  • ① inextinguishably:
    • poem κι εμπρός στη λάμψη που ~| κι ολόγυρά του χύνει, | θαμπώνεται και σβήνει | της αρετής το φως (Polemis)
  • ② inerasably, indelibly (syn ανεξίτηλα a):
    • χάραξαν ~το όνομά τους στην ιστορία (Thrylos)

[der of άσβηστος]

< Προηγούμενο   1... 14 15 [16] 17 18 ...239   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες