Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρ
2.778 εγγραφές [11 - 20]
[Λεξικό Γεωργακά]
άρα2 [ára] η, in phr ~(και) κατάρα
  • request (which if not fulfilled will be) followed by a curse:
    • folkt ~κατάρα σας αφήνω, αυτό το δαχτυλίδι να το δώσετε στη Mυρσίνα, σαν τρανέψει (Megas) |
    • ~κατάρα στο παιδί του άφησε να με κατατρέξει (Palam) [fr MG άρα fr αρά κατάρα, or better fr αρώμαι καταρώμαι  άρα κατάρα]. S. αρά.
[Λεξικό Γεωργακά]
αραβ- s. also αρραβ-
[Λεξικό Γεωργακά]
αραβάνι s. ραβάνι.
[Λεξικό Γεωργακά]
άραβας [áravas] ο, (also cap) pl nom & acc άραβες, gen Aράβων (L)
  • Arab:
    • (syn αράπης 1) ~ποιητής, φιλόσοφος, χαλίφης |
    • άραβες νομάδες |
    • τίποτα δεν μάθαμε για τον πολιτισμό των Aράβων (IPetrop) |
    • το φρούριο εγκαταλείφθηκε ύστερα από συμφωνία Aράβων και βυζαντινών (Floros) |
    • καθισμένοι απ' τις δυο πλευρές του τραπεζιού ήταν πάνω από εκατό άραβες και νέγροι (Tsirkas)

[fr kath Άραψ ← K (also pap) 0Aραψ; cf MG Άραβος & ModG αράπης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αράβδιστος, -η, -ο [aráv∂istos] (sp. also αρράβδιστος) (L)
  • which has not been hit w. sticks (to cause the fruit to fall) (ant ραβδισμένος):
    • αράβδιστα ελαιόδεντρα

[cpd w. *ραβδιστός (: ραβδίζω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αράβδωτος, -η, -ο [aráv∂otos] (sp. also αρράβδωτος) (L) archit
  • lacking vertical decorative grooves, not fluted (ant ραβδωτός):
    • στην αριστερή άκρη της πλάκας είναι μια ιωνική αράβδωτη κολόνα (Karouzos) |
    • από τη βασιλική σώζονται εννέα κορμοί αράβδωτων κιόνων (Varelas)

[fr kath αρράβδωτος ← AG ἀρράβδωτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αραβία [aravía] η, (L)
  • ① geogr & hist name of area in SW Asia, the Arabian peninsula, Arabia (syn Aραπιά):
    • στην ~είχε εμφανισθεί ένας προφήτης που κήρυττε μια νέα θρησκεία (Ouranis) |
    • εμπορευόταν στα μέρη της Aραβίας τουμπεκιά και χασίσια (Valtinos)
  • ② fig Arab civilization:
    • ακούγοντας ένα ανταλούζικο τραγούδι μπορούμε να πούμε, "εδώ σίγουρα θα πέρασεν η ~" (Papantoniou)

[fr kath Aραβία ← AG Aραβία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραβίδα η [aravíδa] Ο26 : 1.βραχύκαννο πυροβόλο όπλο που χρησιμοποιούσε παλαιότερα το ιππικό και το πυροβολικό. 2. αυτόματο πυροβόλο όπλο: ~ Tόμσον.

[λόγ. αραβ(ίς) -ίδα ίσως παρετυμ. ή παρανάγνωση του γαλλ. carabine `καραμπίνα΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραβίδα [araví∂a] η, (L) & milit
  • ① old fashioned, short-barreled rifle, carbine (syn καραμπίνα):
    • ακολουθούσαν δύο ιππείς της φρουράς με μικρή σημαία στη λόγχη της αραβίδας τους (Petsalis) |
    • χτύπησε με την ~ ένα λαγό, τον έψησε πρωτόγονα και τον έφαγε (Karagatsis)
  • ② submachine gun (near-syn τόμιγκαν)

[fr kath αραβίς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραβίζω [aravízo] (L)
  • imitate, or remind one of, Arab costumes (types etc), sound or seem Arabian:
    • είναι η μελωδία, που θυμίζει την έρημο, που αραβίζει πολύ και βυζαντινίζει (Papantoniou)

[fr kath αραβίζω ← MG (Souda), der of Άραψ (-αβος)]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...278   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες