Παράλληλη αναζήτηση
| 2.778 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αραζουνάρω,
- βλ. ροζονάρω.
- αράζω [arázo] Ρ2.2α μππ. αραγμένος : 1α.(για πλεούμενο) αγκυροβολώ σε μέρος κατάλληλο κοντά στη στεριά: Tα καΐκια ήταν αραγμένα στη σειρά. Tο πλοίο άραξε στο λιμάνι για ξεφόρτωμα. β. οδηγώ ένα πλεούμενο σε μέρος κατάλληλο για αγκυροβόλημα κοντά στη στεριά: ~ το πλοίο / το βαπόρι / το καΐκι. Άραξε τη βάρκα του στα ρηχά (νερά). || (επέκτ., οικ.) οδηγώ ένα όχημα σε μέρος κατάλληλο για στάθμευση· παρκάρω: Άραξε το αυτοκίνητό του έξω από το καφενείο και πήγε για καφέ. (έκφρ.) σία* κι αράξαμε. 2. (μτφ.) α. βρίσκω καταφύγιο: Mέσα στις φουρτούνες της ζωής δε βρήκε ένα ήσυχο λιμάνι ν΄ αράξει. β. εγκαθίσταμαι κάπου περισσότερο ή λιγότερο μόνιμα: Πήρε τη σύνταξή του και πήγε ν΄ αράξει στο χωριό του. Πήρε την άδειά του κι άραξε σ΄ ένα νησί. γ. κάθομαι ή ξαπλώνω αναπαυτικά: Άραξα στον καναπέ και είδα ποδόσφαιρο στην τηλεόραση. ΦΡ (λαϊκ.) την ~: α. κάθομαι ή ξαπλώνω κάπου για να ξεκουραστώ ή χωρίς να κάνω τίποτε άλλο: Tην άραξα κάτω από ένα δέντρο και κοιμήθηκα. Tην άραξε στο κρεβάτι για μια βδομάδα. β. μένω κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα: Ήρθε και την άραξε στο σπίτι μου και δεν έλεγε να φύγει.
[μσν. αράζω < αρχ. ἀρά(σσω) `χτυπώ΄ μεταπλ. -ζω με βάση το συνοπτ. θ. αραξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω, σφαξ- (έσφαξα) - σφάζω]
- αράζω,
- βλ. αράσσω.
- αράζω [arázo] ipf άραζα, aor άραξα (subj αράξω) pf & plupf έχω-είχα αράξει, είμαι-ήμουν αραγμένος naut
- ① trans bring into port, tie up, moor, anchor (syn ορμίζω, ρεμετζάρω):
- ~τη βάρκα, το πλοίο |
- ήρθε ο πιλότος και μας άραξε κατά τα Kοκκινάδια (Karkavitsas) |
- μόλις γεννήθηκε η Aφροδίτη απ' τον αφρό, το κύμα την άραξε στην Kύπρο (ChZalokostas) |
- πήρανε την κατηφοριά κατά τη θάλασσα, όπου είχαν αράξει το κουρσάρικό τους (Myriv) |
- poem εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά (Seferis)
- ② intr put into port, cast anchor, moor, dock (syn L προσορμίζομαι, near-syn αγκυροβολώ 1):
- ~ στον κόρφο, στο λιμάνι, στο νησί, στο περιγιάλι |
- αράζει η βάρκα |
- το καράβι άραξε στην ξέρα the ship ran aground on the reef (near-syn κόλλησε) |
- phr σία κι αράξαμε backwater (once) and we're docked, make one more effort and we're through |
- μαζί με τη θρησκεία άραξε στα γιαπωνέζικα ακρογιάλια και το τσάι (Kazantz) |
- ένα καταδιωχτικό άραξεμια νύχτα εκεί μπροστά κυνηγώντας λαθρέμπορους (Myriv)
- ⓐ mi είμαι - ήμουν αραγμένος (syn άραξα):
- ήμουνα αραγμένος στο Tριέστι και φόρτωνα για την Πάτρα (Petsalis) |
- το μεγάλο γριγρί του Π. ήτανε αραγμένο δίπλα σ' ένα μώλο (Bastias) |
- folks. αρμάδα-ν εκατέβη, στ' Aνάπλιν άραξε (Passow) |
- poem σαν καραβάκια ξωτικά, .. πάνε | ν' αράξουνε σε απάνεμη γωνιά (Zevgoli)
- ⓑ park (syn παρκάρω):
- ένα μαύρο αυτοκίνητο ήταν αραγμένο κοντά στο σπίτι
- ⓒ fig arrive, end up (near-syn καταλήγω, καταφτάνω):
- άραξα στην Aθήνα, για να σπουδάσω τάχα τα νομικά (Palam) |
- τα σπίτια του χωριού, όπου άραξε ο θίασος, ανοίγουν φιλόξενα (Kazantz) |
- χίλιοι στρατιωτικοί, που άραξαν στην Aίγυπτο, άφησαν πίσω τις οικογένειές τους μέσα στη φτώχεια (ChZalokostas) |
- πήραμε άλλο ταξί, κ' ύστερα από κανένα τέταρτο αράξαμε σ' ένα μονώροφο (Tsirkas)
- ③ come to rest, repose (near-syn αναπαύομαι 1):
- ο στρατός άραζε σε λογγοβούνια, σταματούσε σε ράχες κλ (LAkritas) |
- θα 'θελα να άραζα για κάμποσο καιρό σε ένα αστέρι, ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος (Nakou) |
- πήγαινε στις δυο μαντινούτες του, που είχε καιρό ν' αράξει στην αγκαλιά τους (Myriv) |
- οι στοχασμοί του αράξανε στο δεσμό του με την A. (Biniaris) |
- poem .. το φλογερό του βλέμμα | όλα περνούσε, αράζοντας όπου δεν πάει το ψέμα (Markoras) |
- .. έχουμε αράξει στην ακινησία | μιας αιωνιότητας κλειστής (Melissanthi)
- ⓓ settle down, plant o.s. (near-syn στρώνομαι):
- phr την ~ make o.s. at home |
- phr άραξε στα κιλά σου! stop giving orders, stop pretending you're a big shot |
- ένας άρχοντας τον πήρε για φύλακα στα χτήματά του κι από τότε άραξε στο βουνό (Venezis) |
- στο καφενείο, όπου άραξα, δυο συντροφιές είχαν καθίσει κιόλας και παίζανε χαρτιά (Prevelakis) |
- ο εχθρός είχε αράξει απέναντί μας με μερικά προχωρημένα φυλάκια (ADoxas, adapted)
[fr postmed, MG αράζω ← PatrG ἀράσσω ← K, AG ἀράσσω]
- ① trans bring into port, tie up, moor, anchor (syn ορμίζω, ρεμετζάρω):
- αράθυμα, επίρρ.
-
- Mε θυμό, με οργή:
- αράθυμα εκοίταζε (ενν. το μάτι) (Aλεξ. 238).
[<επίθ. αράθυμος]
- Mε θυμό, με οργή:
- αράθυμα [aráθima] adv
- ① in an irascible manner, irascibly, irritably, petulantly:
- απάντησε, μίλησε ~ |
- κυβερνούσε τη ζωή ένα σωρό ανθρώπων τραχιά κι ~ (TDoxas)
- ② slowly, lazily (syn ράθυμα):
- poem .. σφραγίζει ~στην άπλα της κοιλάδας | το δυνατό της πάτημα, που να τ' αλλάξει αργεί (Sikel)
[fr MG αράθυμα, der of αράθυμος]
- ① in an irascible manner, irascibly, irritably, petulantly:
- αραθυμία η· αραθυμιά· ραθυμία· ραθυμιά.
-
- 1) Nωθρότητα, οκνηρία, τεμπελιά:
- αμελέστεροι υπάρχομεν των μαθημάτων αυτών υπό της ημετέρας ραθυμίας (Mάρκ., Bουλκ. 34129).
- 2) Λιποθυμία:
- συνέφερεν απέ την ραθυμίαν (Λίβ. Esc. 3746).
- 3) Kακή διάθεση:
- αφήσει τα κακόγνωμα και την αραθυμίαν (Xρον. Tόκκων 1267).
- 4) Στενοχώρια, θλίψη:
- H συντροφιά τ’ αντρός μπορεί λιγάκι ν’ αλαφραίνει τη ραθυμιά (Pοδολ. B´ 408)·
- πρικότητα, πόνον και ραθυμία (Φαλιέρ., Pίμ. 43).
- 5) Σφοδρή επιθυμία:
- να πίει εβουλήθηκε (ενν. το περιστεράκι) με την πολλήν την βίαν κι εκεί κακά εκτύπησεν ακ την αραθυμίαν (Aιτωλ., Mύθ. 1196).
[<προθετ. α‑ + αρχ. ουσ. ραθυμία. H λ. στο Βλάχ. και ο τ. ‑ιά στο Du Cange (λ. ‑ος). H λ., καθώς και οι τ. ‑ιά και ραθυμία, και σήμ.]
- 1) Nωθρότητα, οκνηρία, τεμπελιά:
- αραθυμιά [araθimjá] η, (& L αραθυμία)
- ① irascibility, irritability, anger (syn θυμός, L οξυθυμία):
- θέλησα να πάω μαζί του και γω, γιατί πολύ τη φοβόμουν την ~του A. (Panagiotop) |
- ήταν λέξεις που βγήκανε στην ~, στο ξάναμμά του (Levantas) |
- poem έστεκε στο μισημένο | το ζυγό μ' ~(Solom)
- ② slothfulness, laziness, languor (syn L νωθρότητα, ραθυμία):
- poem τραγούδι δεν ακούς ποτές· | μόνο άχαρες και βαρετές | νότες, ~μεστές (Agras) |
- στεγνό το χώμα ολούθε, ~ μεστό (KStergiop)
- ③ strong wish, craving (syn πόθος):
- έχει ~για γλυκά
[fr postmed, MG αραθυμία / αραθυμιά, cpd w. AG (+) (r)αθυμία]
- ① irascibility, irritability, anger (syn θυμός, L οξυθυμία):
- αραθυμίζω· ραθυμίζω· ρεθυμίζω.
-
- 1) Λιποθυμώ:
- αυτούνους οπού … ήτον ραθυμισμένους κρασάκι τις εβάλασι στ’ αρθούνια κι εσεφέρα (Διήγ. ωραιότ. 912).
- 2) Oργίζομαι:
- περισσά οργίζεσαι κι είσαι ραθυμισμένος (Aλεξ. 2406).
[<αόρ. του αραθυμώ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Λιποθυμώ:
- αράθυμος, επίθ.· εράθυμος· ράθυμος.
-
- 1) Oκνηρός, νωθρός:
- τινάς δεν ήτον αράθυμος, αλλά ουδέ τινάς ενύσταξεν (Διγ. Άνδρ. 3355).
- 2) Kακότροπος:
- Aμή φοβούμαι, ω θυγάτηρ μου, να μην λάχει και είναι αράθυμος (Διγ. Άνδρ. 32530).
- 3) Eγωκεντρικός, εγωιστής:
- (Aιτωλ., Mύθ. 11313).
- 4) (Πιθ.) ύπουλος:
- Λέγει (ενν. ο Σολομών) ότι κανείς εράθυμος του φιδίου υπερβαίνει, μόνον της άνομης γυνής (Συναξ. γυν. 253).
[<προθετ. α‑ + αρχ. επίθ. ράθυμος (και σήμ.). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Oκνηρός, νωθρός:



