Παράλληλη αναζήτηση
| 2.778 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αραμαϊκά [aramaiká] τα, (L)
- the Aramaic language, Aramaic (syn αραμαϊκή):
- η γλώσσα αυτή είναι σημιτική, ανήκει δηλαδή στην ίδια οικογένεια με τα εβραϊκά, φοινικικά, ουγαριτικά και ~(Chatzimichali) |
- του θέτει ερωτήματα στα ~ (Thetokas)
[fr kath (neol) αραμαϊκά (sc γράμματα), substantiv. n pl of αραμαϊκός; cf αγγλικά, αραβικά etc]
- the Aramaic language, Aramaic (syn αραμαϊκή):
- αραμαϊκή [aramaicí] η, (L) = αραμαϊκά
- :
- η Mαλούλα είναι το μόνο σημείο στον κόσμο, που εξακολουθεί να ζει η αρχαία ~,η γλώσσα που μιλούσε ο Xριστός (Theotokas)
[fr kath (neol) αραμαϊκή (sc γλώσσα), substantiv. f of αραμαϊκός; cf αγγλική, αραβική etc]
- αραμαϊκός -ή -ό [aramaikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Aραμαίους: Aραμαϊκή γλώσσα / διάλεκτος. || (ως ουσ.) η αραμαϊκή, τα αραμαϊκά, η αραμαϊκή γλώσσα: Kείμενα γραμμένα στην αραμαϊκή.
[λόγ. < αγγλ. Aramaic < ελνστ. οἱ Ἀραμα(ῖοι) -ic = -ικός]
- αραμαϊκός, -ή, -ό [aramaikós] (L)
- of or pertaining to Aramaeans, Aramaic:
- άλλο είδος γραφής, που αναπτύχθηκε αργότερα ήταν η σημιτική ή αραμαϊκή (Evelpidis) |
- κάποια παράδοση αραμαϊκή λέει τα ξωτικά για παιδιά του Aδάμ (KPolitis)
[fr kath (neol) αραμαϊκός ← It aramaico, Eng Aramaic (cf Ger aramaisch)]
- of or pertaining to Aramaeans, Aramaic:
- αραμπαδάκι [araba∂áci] το,
- small cart (near-syn αμαξάκι, καροτσάκι):
- folkt την κουβαλούσανε πάνω σ'ένα ~που το 'σερνε ένα γαϊδούρι
[dimin of αραμπάς (pl -άδες) w. suff -άκι]
- small cart (near-syn αμαξάκι, καροτσάκι):
- αραμπαδιά [araba∂já] η,
- ① cart-load, truckful, truckload (near-syn αμαξιά, καριά):
- αγόρασε μια ~κάρβουνο |
- πόσες αραμπαδιές έφερνε ο K. απ' τα νταμάρια (Papantoniou)
- ② in adv function by the cart-load, in multitudes, in great numbers:
- στορούσε πώς πεθαίνουν οι Kινέζοι κουλήδες αραμπαδιές από το χτικιό κι από την πείνα (Kazantz) |
- poem πυκνό μπουλούκι γυναικόπαιδα, λεβέντες ρουσοχαίτες, | αραμπαδιές αραμπαδιές, πεζοί για σε άλογα καβάλα (Kazantz Od 3.721)
[der of αραμπάς (through pl -άδες) w. suff -ιά; cf καραβιά, καριά etc]
- ① cart-load, truckful, truckload (near-syn αμαξιά, καριά):
- αραμπάς ο [arabás] Ο1 : φορτηγή άμαξα με τέσσερις τροχούς, που την έσερναν βόδια ή άλογα και με επέκταση κάθε είδος κάρου. || (χλευ.) για χερσαίο μεταφορικό μέσο, υπερβολικά αργό.
[τουρκ. araba `κάρο, τροχοφόρο΄ -ς]
- αραμπάς [arabás] ο,
- cart or carriage (for persons or goods) pulled by oxen or horses (syn κάρο):
- prov με τον αραμπά πιάνει ο Tούρκος το λαγό the Turk catches the hare while riding in a carriage, success comes w. patience and perseverance |
- φορτώσαμε το έχει μας σ' ένα μακρύ αραμπά, σκαρφαλώσαμε πάνου και μεις (Panagiotop) |
- εξακολουθούμε να ζούμε στην εποχή του αραμπά (Angelop) |
- οι ανθρώποι έχουνε τώρα τα καράβια γι' αραμπάδες της θάλασσας (Vlami) |
- θαρρούν ότι είναι τα γνώριμα τριξίματα των αραμπάδων, που κουβαλούνε τα μάρμαρα (Petsalis) |
- rembetiko song ~περνά, | η σατράπισσα | που αγάπησα | είναι μέσα (IPetrop)
[fr postmed (Somavera) αραμπάς ← Turk araba 'id']
- cart or carriage (for persons or goods) pulled by oxen or horses (syn κάρο):
- αραμπατζήδικος, -η, -ο [arabadzí∂ikos]
- characteristic of (slow) carts:
- ~ρυθμός της γραφειοκρατίας
[der of αραμπατζής w. suff -ήδικος; cf γουρλήδικος, μπελαλήδικος etc]
- characteristic of (slow) carts:
- αραμπατζής ο [arabadzís] Ο8 : επαγγελματίας οδηγός αραμπά. || (σπάν.) αμαξάς.
[τουρκ. arabacι -ς]



