Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχ.
20.032 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
1 [a] & [á] : επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού γένους: I. ουσιαστικών: 1. από αρσενικά ουσιαστικά που εκφράζουν ιδιότητα, επάγγελμα ή εθνικότητα· (πρβ. -η, -ισσα, -ίνα, -τρία, -τρα 1, -αίνα 2): (θεός) θεά, (θείος) θεία, (μπέμπης) μπέμπα, (σκλάβος) σκλάβα, (δάσκαλος) δασκάλα, (βλάχος) βλάχα, (νέγρος) νέγρα, (μουσουλμάνος) μουσουλμάνα, (Aφρικάνος) Aφρικάνα, (Πρεβεζάνος) Πρεβεζάνα, (Kερκυραίος) Kερκυραία, (Kινέζος) Kινέζα, (Ρουμάνος) Ρουμάνα, (Bούλγαρος) Bουλγάρα, (Σέρβος) Σέρβα. 2. από ουσιαστικά ανεξαρτήτως γένους που δηλώνουν ζώο, για το σχηματισμό του θηλυκού (της μητέρας) του ζώου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. 2): (κουνέλι) κουνέλα, (περιστέρι) περιστέρα, (τρυγόνι) τρυγόνα. II. επιθέτων σε: 1α. -ος -α -ο: (γιγάντιος) γιγάντια, (πλούσιος) πλούσια· (ακμαίος) ακμαία, (γυναικείος) γυναικεία, (ωραίος) ωραία, (ασημένιος) ασημένια, (βουνίσιος) βουνίσια. β. -ης -α -ικο: (ζηλιάρης) ζηλιάρα, (γκρινιάρης) γκρινιάρα, (τριαντάρης) τριαντάρα· (ανοιχτομάτης) ανοιχτομάτα· (καημενούλης) καημενούλα· (τσαχπίνης) τσαχπίνα. 2. συχνά τείνει ή προτείνεται να αντικαταστήσει το λόγιο θηλυκό επιθέτων σε -ος -ος -ο χωρίς να καλύπτει το επίσημο επίπεδο του λόγου: (ζημιογόνος) ζημιογόνα. || σε επαγγελματικά ουσιαστικά: (ο ξενοδόχος) η ξενοδόχα.

[I1: αρχ. επίθημα θηλ. ουσ. -α, -ά αντίστοιχων προς αρσενικά σε -ος, -ός: αρχ. ουσ. θε-ός - θε-ά, θεῖ-ος - θεί-α, αρχ. επίθ. θεῖ-ος - θεί-α `θεϊκός - θεϊκιά΄· 2: μεγεθ. 2· II1: αρχ. επίθημα επιθ. αρσ. -ος - θηλ. -α: αρχ. αρσ. ὡραῖ-ος - θηλ. ὡραί-α· 2: λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. θηλυκών σε -ος κατά τα άλλα θηλ. σε ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
2 : μεγεθυντικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουδέτερα ουσιαστικά σε -ι: (κασόνι) κασόνα, (κεφάλι) κεφάλα, (κουτί) κούτα, (ποδάρι) ποδάρα, (ποτήρι) ποτήρα. || μερικές φορές, όταν έχει ατονήσει, ενισχύεται από το μεγεθυντικό επίθημα -άρα 1: κασονάρα. || με διαφορά σημασίας παράλληλα ή όχι με τη μεγεθυντική: (γυαλί) γυάλα, (κολοκύθι) κολοκύθα, (μαξιλάρι) μαξιλάρα. || για το ογκώδες θηλυκό του ζώου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη, εύχρηστο και σε κατ΄ επέκταση μεταφορικές, μειωτικές ή περιπαικτικές χρήσεις: (βουβάλι) βουβάλα, (γαϊδούρι) γαϊδούρα, (σκυλί) σκύλα.

[μσν. μεγεθ. με βάση συγγ. ζευγάρια θηλ. σε - ουδ. υποκορ.: ελνστ. στράτα - μσν. στρατί(ν), ελνστ. σκάλα - μσν. σκαλί(ν), όπου το θηλ. θεωρήθηκε μεγεθ.: μσν. περιστέρ-α < περιστέρι (το περιστέρι δημιουργήθηκε ως υποκορ. του αρχ. περιστερά)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
3 : επίθημα για το σχηματισμό αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών: 1. παράγωγων από ρήματα· εκφράζει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος: (ανασαίνω) ανάσα, (γεννώ) γέννα, (κατρακυλώ) κατρακύλα, (νυστάζω) νύστα, (παστρεύω) πάστρα, (φυραίνω) φύρα. 2. παράγωγων από επίθετα· εκφράζει ιδιότητα ή κατάσταση σχετική με το επίθετο: (αλμυρός) αλμύρα, (γλυκός) γλύκα, (λοξός) λόξα, (νεκρός) νέκρα, (πικρός) πίκρα, (τρελός) τρέλα, (ψυχρός) ψύχρα.

[μσν. με βάση αρχ. συγγ. ζευγάρια ρ. - αφηρ. θηλ. σε -α: πειν-ῶ - πεῖν-α & επίθ. -ρός - αφηρ. θηλ. -ρα: ἐχθρ-ός - ἔχθρ-α με επέκτ. σε άλλα ρ. και ουσ.: μσν. βρομ(ώ) - βρόμ-α, αλμυρ(ός) - αλμύρ-α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
4 & : κατάληξη ισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών: χαρά· ώρα, βελόνα, μητέρα, αντίκα· θάλασσα.

[κατάλ. αρχ. πρωτόκλιτων θηλ. σε -α, -ά: αρχ. χαρά, θάλασσα & μσν. μεταπλ. αρχ. τριτόκλιτων με βάση την αιτ. για εξομάλ. της κλίσης: αρχ. ἡ μήτηρ, αιτ. τήν μητέρα και νέα ονομ. μσν. η μητέρα & μσν. < αρχ. -η, μεταπλ. αναλ. προς άλλα θηλ. -α: αρχ. χελώνη > μσν. χελώνα & ιταλ. θηλ. επίθημα -a με βάση ζευγάρια δάνειων συγγ. λ.: λίμ-α - λιμ-άρω < ιταλ. lima - limare και επέκτ. σε δάνεια από άλλες γλ.: λιμουζίνα < γαλλ. limousin(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
7 & : επίθημα για το σχηματισμό επιρρημάτων από επίθετα· (πρβ. -ως): 1α. σε -ος / -ός: (άσχημος) άσχημα, (ξυστός) ξυστά, (όμορφος) όμορφα, (ωραίος) ωραία. β. σε -ύς: (βαθύς) βαθιά, (παχύς) παχιά. 2α. συχνά παράλληλα με τύπο σε -ως / -ώς: (καλός) καλά και καλώς, (κακός) κακά και κακώς, (άσχετος) άσχετα και ασχέτως. β. μερικές φορές με διαφορετική σημασία από το αντίστοιχο επίρρημα σε -ως: (έκτακτος) έκτακτα και εκτάκτως, (ευχάριστος) ευχάριστα και ευχαρίστως.

[αρχ. κατάλ. ουδ. πληθ. επιθ. με επιρρ. χρήση: αρχ. συχνά, καλά (επίσης αρχ. ουδ. επιθ. συχνόν, καλόν με επιρρ. χρήση) που εξελίχθηκε σε επίθημα κατά την ελνστ. εποχή και αντικατέστησε το αρχ. επίθημα επιρρ. -ῶς για διάκρ. από τα αντίστοιχα επίθετα σε -ός μετά τη σύμπτ. της προφ. του ο και του ω (δες Ω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-αγωγός 1 [aγoγós] : το ουσ. αγωγός ως β' συνθετικό σε σύνθετα προσδιοριστικά ουσιαστικά· δηλώνει αγωγό κατάλληλο για τη μεταφορά ή διοχέτευση αυτού που υπονοεί το α' συνθετικό: αερ~, αερι~, γαλακτ~, καπν~, πετρελαι~, υδατ~. || φωτ~.

[λόγ. < αρχ. -αγωγός (< ἄγω) ως β' συνθ.: αρχ. ὁπλιτ-αγωγός, ελνστ. ὑδρ-αγωγός `υδραγωγείο΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-αγωγός 2 θηλ. -αγωγός [aγoγós] : β' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά· δηλώνει αυτόν που είναι επιφορτισμένος με την εκπαίδευση των ατόμων που υπονοεί το α' συνθετικό: νηπι~, παιδ~.

[λόγ. < αρχ. -αγωγός (< ἄγω) ως β' συνθ.: αρχ. παιδ-αγωγός (δες λ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άδα 1 [áδa] : επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από επίθετα· δηλώνει ιδιότητα σχετική με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (βραχνός) βραχνάδα, (γρήγορος) γρηγοράδα, (ζωηρός) ζωηράδα, (λυγερός) λυγεράδα, (νόστιμος) νοστιμάδα, (τρυφερός) τρυφεράδα, (αφηρημένος) αφηρημάδα.

[μσν. επίθημα -άδα: μσν. κρυ-άδα < αρχ. αιτ. -άδα των θηλ. ουσ. σε -άς: αρχ. ονομ. ἀγελάς - αιτ. ἀγελάδα, λιθάς `βροχή από πέτρες΄ - λιθάδα, ιδ. από περιλ. και αριθμτ. περιλ. (δες -άδα 2): δεκάς - δεκάδα και επίθετα: μαινάς - μαινάδα, δρομάς `που τρέχει΄ - δρομάδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άδα 2 : επίθημα περιληπτικών θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από απόλυτα αριθμητικά (συνήθ. από το δύο ως το είκοσι και στα πολλαπλάσια του δέκα και του εκατό· γενικά όμως γλωσσικές και κοινωνικές ανάγκες καθορίζουν ποιο απόλυτο αριθμητικό μπορεί να αποτελέσει τη βάση της παραγωγής)· (πρβ. -αριά): (δέκα) δεκάδα, (δύο) δυάδα, (πέντε) πεντάδα, (έντεκα) εντεκάδα, (είκοσι) εικοσάδα, (σαράντα) σαραντάδα, (ογδόντα) ογδοντάδα. || (εκατό) εκατοντάδα, (χίλια) χιλιάδα, (ένας) μονάδα.

[λόγ. < μσν. -άδα: μσν. δεκ-άδα, *τρι-άδα < αρχ. αιτ. -άδα περιλ. αριθμτ.: αρχ. ονομ. δεκάς - αιτ. δεκάδα (δες και -άδα 1)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-άδι [áδi] : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων: 1α. κυρίως από επίθετα· το παράγωγο συγκεκριμένο ουσιαστικό, μέσα στη δική του ιδιαίτερη σημασία, εμπεριέχει το βασικό χαρακτηριστικό της λέξης από την οποία παράγεται (χρώμα, μέγεθος κτλ.): (κόκκινος) κοκκινάδι, (μαύρος) μαυράδι, (χοντρός) χοντράδι. β. από ουσιαστικά· δημιουργεί δεύτερο τύπο της πρωτότυπης λέξης με ίδια ή διαφορετική χρήση, σημασία, επίπεδο κτλ.: (κρόκος) κροκάδι, (πέτρα) πετράδι. 2. (λαϊκότρ.) από ρήματα· χωρίς να σχηματίζει σειρά παραγώγων, εντούτοις δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος ή ό,τι απέμεινε από την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα· (συχνά πρόκειται για σύνθετα· βλ. απο-3)· (πρβ. -ίδι, -άρι 3, -ούδι 2): απολειφάδι, απομεινάδι· (υφαίνω) υφάδι.

[ελνστ. υποκορ. επίθημα -άδιον από ουσ. με θ. σε -αδ- και προσθήκη του υποκορ. -ιον: αρχ. λιβαδ- (λιβάς) `πηγή΄ > ελνστ. λιβάδ-ιον `λιβάδι΄ και επέκτ. σε άλλα ουσ.: ελνστ. σημ-άδιον `σημάδι΄, μσν. πετρ-άδιον `μικρή πέτρα, πετράδι΄, τελικά με απώλεια της υποκορ. σημ.: μσν. ασπρ-άδι]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...2004   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες