Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρχιτεκτόνισσα [arçitektόnisa] η,
- female architect (syn η αρχιτέκτων):
- το ξενοδοχείο είναι αρχιτεκτόνημα της αρχιτεκτόνισσας E.Σ. (Palaiologos)
[fr kath (neol Koumanoudis) αρχιτεκτόνισσα, der of αρχιτέκτων]
- female architect (syn η αρχιτέκτων):



