Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αρπαχτής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αρπαχτής ο,
βλ. αρπάκτης.
[Λεξικό Γεωργακά]
αρπαχτής [arpaxtís] ο,
  • ① snatcher, plunderer, pillager, thief (syn άρπαγας1 1):
    • ο ένας έκλεβε τον άλλο· άθεοι κι αγράμματοι και φονιάδες κι αρπαχτές (Petsalis)
  • ⓐ abductor, kidnapper (syn άρπαγας 1c):
    • έχει κάτι στην ψυχή του από το Xάροντα, τον αρπαχτή τόσων κοριτσιών (Papatsonis)
  • ② rapacious or greedy person (syn άρπαγας 2):
    • μια δέσμη από αχτίνες χτύπησε το σκοτεινό στεγνό πρόσωπο του Eβραίου αρπαχτή (Kythraiotis)

[fr postmed αρπαχτής, Somavera & MG (CGL) αρπακτής ← K ἁρπακτής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go