Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αροκάρια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αροκάρια η [arokária] Ο27α : είδος καλλωπιστικού φυτού.

[λόγ. < γαλλ. araucaria με τον. κατά το επίθημα -ια 2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αροκάρια [arokária] η, (& αραουκάρια) (L) bot
  • evergreen conifer of the genus Araucaria (family Pinaceae), araucaria:
    • μέσα στην αυλή του αρχοντικού ήταν μια ~ |
    • μια λιγνή ~ προσπερνά τον τοίχο του κήπου (Athanasiadis-N) |
    • φυλλόδεντρα, αροκάριες, κέντιες πλέκουν μια πρασινωπή σκιά (Petsalis)

[fr ISV araucaria, der of Arauco, topon in Chile w. suff -aria]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες