Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αρισταίος, επίθ.
-
- Άριστος·
- (σε θέση ουσ.) πρόκριτος, ηγεμόνας:
- (Eρμον. Ψ 81).
- (σε θέση ουσ.) πρόκριτος, ηγεμόνας:
[λ. πλαστή <επίθ. άριστος ή ουσ. αριστεύς + κατάλ. ‑αίος]
- Άριστος·



