Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρβαλωτός
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αρβαλωτός, -ή, -ό [arvalotós]
  • having movable handles:
    • αρβαλωτή τέσα |
    • poem παίρνει και δίνει στους συντρόφους του, το αρβαλωτό λεβέτι (Homer Il 23.512 Kaz-Kakr)

[der of αρβάλι w. suff -ωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες