Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραβ.
485 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ίστας [ístas] θηλ. -ίστρια [ístria] & -ίστα [ísta] : 1. επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που: α. παίζει επαγγελματικά (ή ερασιτεχνικά) το μουσικό όργανο που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (ακορντεόν) ακορντεονίστας, (άρπα) αρπίστας και αρπίστρια, (βιολοντσέλο) βιολοντσελίστας, (κλαρίνο) κλαρινίστας, (κιθάρα) κιθαρίστας, (κορνέτα) κορνετίστας, (όμποε) ομποΐστας, (πιάνο) πιανίστας και πιανίστρια, (σαξόφωνο) σαξοφωνίστας, (φλάουτο) φλαουτίστας. || (προφ.) βιολίστας αντί βιολιστής. || καντσονετίστας. β. επιδίδεται στο άθλημα που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (τένις) τενίστας, (μπάσκετ μπολ) μπασκετμπολίστας και μπασκετμπολίστρια. || ανάλογα (άλμα τριπλούν) τριπλουνίστας· ακοντίστας αντί του ακοντιστής. γ. επιδίδεται στο είδος της τέχνης που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (ακουαρέλα) ακουαρελίστας, (μακέτα) μακετίστας· γραφίστας. || (μανικιούρ) μανικιουρίστας. 2. σε ουσιαστικά που δηλώνουν το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (χιούμορ) χιουμορίστας, (στιλ) στιλίστας· αριβίστας, τουρίστας, φασίστας. || καπιταλίστας - καπιταλιστής· αρτίστας θηλ. αρτίστα.

[ιταλ. μετουσ. επίθημα -ista επαγγελμ. ουσ. (αρσ. και θηλ.) και γενικότερα ουσ. που δηλώνουν τον οπαδό θρησκείας, θεωρίας, πολιτικού ηγέτη ή αυτόν που ασκεί μια τέχνη ή ένα άθλημα < λατ. -ista, -istes < αρχ. μεταρ. επίθημα -ισ-τής (κιθάρ-α `μικρή άρπα΄ > κιθαρ-ίζ-ω > κιθαρ-ισ-τής): πιαν-ίστας (πιάν-ο) < ιταλ. pianista (< piano), κιθαρ-ίστας (κιθάρ-α) < ιταλ. chitarrista (< chitarra < αρχ. κιθάρα μέσω των αραβ.), στιλ-ίστας (στιλ) < ιταλ. stilista (< stile), και επέκτ. σε λ. όχι ιταλ. προέλ.: μπασκετμπολ-ίστας (< μπάσκετ μπολ) (δες και -ιστής)· λόγ. -ίσ(τας) -τρια· -ίστας > -ίστα με αποβ. του για δήλωση θηλ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ού 4 : κατάληξη ανισοσύλλαβων θηλυκών ουσιαστικών: μαϊμού, αλεπού, φουφού, σουσού.

[μσν. -ού συνήθ. προσαρμ. δανείων κατά το -ού 1 με βάση την αιτ. -ούν: μσν. μαϊμού, αιτ. μαϊμούν < αραβ. maymūn]

[Λεξικό Κριαρά]
?μέντολον το.
  • Επισκευή:
    • κουζαδούρες οδιά μέντολον των αρμένων (Καραβ. 50426 (μήπως εσφαλμ. αντί μέντ(αν) όλων;)).

[η λ. σχετ. με το ουσ. μέντα (βλ. ά. 2)]

[Λεξικό Κριαρά]
Kασίσιοι οι· Kασίσοι· Xασίσιοι.
  • Mουσουλμανική αίρεση με δράση στη Συρία:
    • (Διγ. Esc. 245).

[<αραβ. ashīshiyya (EI)· βλ. και Mor. II 342]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβανιά η [avaná] Ο24 : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1. άδικη κατηγορία· συκοφαντία, κακολογία: Tου κόλλησαν την ~ πως τάχα αυτός ήταν ο κλέφτης. Πιο πολύ τον έπνιγαν οι αβανιές του κόσμου. 2. ζημιά, κακοτυχία, συμφορά: Mε βρήκαν / έπαθα πολλές αβανιές.

[μσν. αβάν(ης) `συκοφάντης΄ -ιά < αραβ. hawān -ης `προδότης΄]

[Λεξικό Κριαρά]
αβανία η· αβανιά· ’βανία.
  • Συκοφαντία:
    • και τις μπορεί να ζήσει σε τόσα τυραννίσματα, τες αβανιές που κάμνουν …! (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2531).

[<τουρκ. avan - αραβ. ̒awān (Kαραποτόσογλου 1983: 359-66). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβαρία η [avaría] Ο25 : 1.(ναυτ.) α. βλάβη ή ζημιά που παθαίνει το πλοίο ή το φορτίο του στη διάρκεια του ταξιδιού: Είχαμε πολλές αβαρίες στο ταξίδι. β. το ρίξιμο μέρους του φορτίου στη θάλασσα σε ώρα κινδύνου: Mας βρήκε φουρτούνα και κάναμε ~. 2α. οποιαδήποτε ζημιά, απώλεια: Aδιαφορώ για τις οικονομικές αβαρίες. β. οποιαδήποτε υποχώρηση, μετριασμός απαιτήσεων, αξιώσεων κτλ.: Δε σου ζητώ και πολλά πράγματα· μια μικρή ~ κάνε.

[ιταλ. avaria < αραβ. awāriya]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγούρι το [aŋgúri] Ο44 : 1.μακρύ πράσινο σαρκώδες λαχανικό που τρώγεται ωμό συνήθ. σε σαλάτα. 2. (λαϊκ., μτφ.) α. δύσκολη περίπτωση, δυσχέρεια: Πολύ ~ είναι αυτή η δουλειά. β. άχαρος, σαχλός, ανόητος: Στέκεται σαν ~. || (ως επιφ., συνήθ. στον πληθ.) αγγούρια!, χαρακτηρίζει ανόητο, σαχλό κτ. που ειπώθηκε. αγγουράκι το YΠΟKΟΡ: ~ τουρσί.

[μσν. αγγούρι(ν) < ελνστ. *ἀγγούριον (δες στο αγριάγγουρο) < αραβ. ΄agur (σύγκρ. και αντζούρι) ή περσ. angarah με τροπή [a > u] από επίδρ. του [ŋg] και του [r] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγιατολάχ ο [ajatoláx] Ο (άκλ.) : σιίτης μωαμεθανός ιεράρχης, ιδίως στην Περσία, συχνά άτεγκτα προσηλωμένος στο γράμμα των νόμων της θρησκείας.

[λόγ. < αγγλ. ayatollah (ορθογρ. δαν.) από τα περσ. < αραβ. āyat `σημάδι΄ + allāh `θεός΄]

[Λεξικό Κριαρά]
αζάπης (I) ο.
  • 1) Tούρκος στρατιώτης του πεζικού, πιθ. γενίτσαρος:
    • Oι δε της αυλής του τυράννου αζάπηδες, οί και γενίτσαροι κέκληνται (Δούκ. 3631).
  • 2) (Πιθ.) πειρατής:
    • (Mαχ. 65430).

[<αραβ. ῾azab - τουρκ. ῾azap. H λ. στο Meursius (ιδες)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες