Παράλληλη αναζήτηση
| 5.641 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαγορεύσιμος -η -ο [apaγoréfsimos] Ε5 : που μπορεί να απαγορευτεί.
[λόγ. απαγορεύ(ω) -σιμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγορεύσιμος, -η, -ο [αpaγoréfsimos] (L)
- capable of being forbidden, forbidable, prohibitable:
- τα είδη αυτά είναι απαγορεύσιμα, αλλά δεν απαγορεύτηκαν από τις κρατικές αρχές
[fr kath απαγορεύσιμος ← MG]
- capable of being forbidden, forbidable, prohibitable:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγορευτέος, -α, -ο [αpaγoreftéos] (L)
- that must be forbidden:
- είδη απαγορευτέα
[fr kath απαγορευτέος ← MG (4th c.)]
- that must be forbidden:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγορευτής [αpaγoreftís] ο, (L)
- prohibiter (syn ο απαγορεύων)
[fr kath (neol) απαγορευτής, der of απαγορεύω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγορευτικά [αpaγoreftiká] adv
- prohibitively, forbiddingly, restrictively:
- poem .. ακόμη και τη | μέρα | μέσα στο ηλιόφωτο, λευκά, πειθαρχημένα, ~ (Ritsos)
[der of απαγορευτικός; cf kath απαγορευτικώς ← K]
- prohibitively, forbiddingly, restrictively:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαγορευτικός -ή -ό [apaγoreftikós] Ε1 : 1.που απαγορεύει, που εμποδίζει να γίνει κτ.: Aπαγορευτικοί νόμοι. Aπαγορευτικές διατάξεις. Aπαγορευτική πινακίδα. || (γραμμ.) Aπογορευτικά μόρια. || Aπαγορευτικοί δασμοί, πολύ υψηλοί δασμοί που απαγορεύουν την εισαγωγή ενός προϊόντος. 2. (οικ.) για κτ. το οποίο είναι πάνω από τις δυνατότητές μας: Aπαγορευτική τιμή, τόσο υψηλή, ώστε δε μας επιτρέπει την αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαγορευτικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγορευτικός, -ή, -ό [αpaγoreftikós] (L)
- ① prohibitive, negating:
- gramm απαγορευτικά μόρια negative particles (such as δεν, μη, μηδέ, ουδέ, ούτε)
- ② prohibitive, forbidding (ant προτρεπτικός):
- σημάδι απαγορευτικό για τη βοσκή |
- κανονισμός ~ για το κάπνισμα |
- απαγορευτικές επιγραφές |
- η απαγορευτική επιγραφή |
- "μη εγγίζετε" |
- απαγορευτικές πινακίδες καρφωμένες σε σημεία της ακτής |
- απαγορευτική διαταγή |
- απαγορευτική διάταξη του κώδικα |
- απαγορευτικές διατάξεις κατά του χασισιού (IPetrop) |
- ~ νόμος για αμβλώσεις |
- απαγορευτικοί θεσμοί |
- απαγορευτική ρήτρα prohibitive clause |
- διάφορα ασκούν απαγορευτική επίδραση στη στερεοποίηση ενός προσώπου (Panagiotop) |
- υπάρχουν και αρκετοί δεισιδαιμονικοί απαγορευτικοί κανόνες (Nilsson, transl of Kakridis) |
- τα άρματα αδρανούσαν, γιατί τα είχαν απομονώσει τ' απαγορευτικά μας πυρά (TAthanasiadis) |
- ο οδηγός σταμάτησε στο απαγορευτικό φως φωτεινού σηματοδότη |
- τ' απαγορευτικά δικαιώματα του αρχηγού της οικογενείας |
- απαγορευτικές συνθήκες forbidding circumstances |
- η καθοδήγηση των μεγαλυτέρων μας είναι στο κεφάλαιο της αγωγής περισσότερο απαγορευτική παρά προτρεπτική |
- "αυτό δεν επιτρέπεται" (Papanoutsos) |
- η παράδοση ποτέ δεν στάθηκε απαγορευτική για τους γνήσιους δημιουργούς που έχουν την ικανότητα να την υπερβούν (Thrylos)
- ③ too high, excessive, prohibitive (near-syn υπερβολικός):
- απαγορευτική τιμή prohibitive price |
- το κόστος είναι απαγορευτικό |
- οι δασμοί των εισαγομένων ειδών είναι απαγορευτικοί (near-syn προστατευτικοί υπέρ του κράτους) |
- η δαπάνη για να καταργηθεί ο αναλφαβητισμός δεν είναι απαγορευτική
[fr kath απαγορευτικός ← K]
- ① prohibitive, negating:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαγορεύω [apaγorévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : με βάση ειδική διαταγή, δεν επιτρέπω, εμποδίζω να γίνει κτ. ή εμποδίζω κπ. να κάνει κτ.: H αστυνομία απαγορεύει τις διαδηλώσεις. Aπαγορεύεται το κάπνισμα / η είσοδος. Aπαγορεύτηκε η στάθμευση στο κέντρο της πόλης. || Σου ~ να μιλάς μ΄ αυτόν τον τρόπο. Ο γιατρός μού απαγόρεψε τα αλμυρά. Aπαγορευμένα παιχνίδια. ΦΡ απαγορευμένος καρπός*. || (νομ.) απαγορευμένος βαθμός συγγένειας, στενός βαθμός συγγένειας που απαγορεύει τη σύναψη γάμου.
[λόγ. < αρχ. ἀπαγορεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- απαγορεύω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) (Mε την αυτοπαθή αντων.) απελπίζομαι, απογοητεύομαι:
- O βασιλεύς ουν απαγορεύσας εαυτόν … είπε λόγον λύπης άξιον (Δούκ. 3611).
- 2) Aποφεύγω:
- Πόλεμον γαρ μετά θηρών χωρίς ανάγκης μάχης ο φρόνιμος ο στρατηγός απαγορεύειν οίδε (Kαλλίμ. 230).
- 1) (Mε την αυτοπαθή αντων.) απελπίζομαι, απογοητεύομαι:
- II. (Mέσ.) απελπίζω, απογοητεύω κάπ.:
- απηγορεύσατο αυτόν τον θάνατον μηνύσας (Διγ. Z 4248).
[αρχ. απαγορεύω. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγορεύω [αpaγorévo] ipf απαγόρευα (rare απηγόρευα), aor απαγόρευσα & απαγόρεψα (subj απαγορεύσω & απαγορέψω), pass απαγορεύομαι, απαγορεύθηκα & απαγορεύτηκα (subj απαγορευθώ, απαγορεφτώ), ppp απαγορευμένος & D απαγορεμένος
- ① keep one (fr doing sth), enjoin (on) s.o. not to do sth, forbid, interdict, bar (near-syn εμποδίζω, ant επιτρέπω):
- σου απαγορεύει να μιλάς, να καπνίζεις, να φύγεις αμέσως |
- το ψάρεμα ήταν αυστηρά απαγορεμένο σ' εκείνα τα νερά (Venezis) |
- σου ~ να το κάμεις αυτό |
- μή! ήταν η γιαγιά που απαγόρευε (Charis) |
- ο δικαστής απαγόρευσε την ενοποίηση των δύο εταιριών |
- απαγορεύεται το κάπνισμα, η κυκλοφορία, η διέλευση, η είσοδος, η στάθμευση τροχοφόρων, η χρήση πυρηνικών όπλων |
- απαγορεύεται το πτύειν, το ουρείν |
- ο γιατρός μού απαγορεύει την κούραση και από φαγητά τα αλμυρά, τα τηγανητά, τα γιαχνιστά |
- η αστυνομία απαγορεύει τις διαδηλώσεις, την πορεία διαμαρτυρίας, τις συγκεντρώσεις |
- απαγορεύονται οι αφίσες, οι τοιχοκολλήσεις |
- το ξύλο απαγορεύεται beating is forbidden |
- απαγορεύονται οι διακρίσεις discrimination is barred |
- ο Tραϊανός απαγόρευσε τους διωγμούς των χριστιανών (Papanoutsos) |
- ο πλοίαρχος δεν απαγόρεψε την έξοδο των επιβατών (id.) |
- κάποιος νόμος απηγόρεψε την έξοδο των επιβατών (id.) |
- κάποιος νόμος απηγόρευε τα αγάλματα, για να μη θυμίζουν παγανιστικές συνήθειες (Michelis) |
- στην Oλλανδία τυπώνονταν τα βιβλία όσα ήταν αλλού απαγορευμένα (Dimaras) |
- σ' ορισμένες χώρες η ελεύθερη κυκλοφορία των ειδήσεων και των ιδεών είναι ολοκληρωτικά απαγορευμένη (Peponis) |
- poem τον πρώτο μήνα απαγόρεψαν τη συγκοινωνία και τα θεάματα (Ritsos)
- ② law deprive a person of power to perform acts w. legal consequences
[fr MG απαγορεύω ← K (also pap, 2nd-4th c. AD), PatrG ← AG]
- ① keep one (fr doing sth), enjoin (on) s.o. not to do sth, forbid, interdict, bar (near-syn εμποδίζω, ant επιτρέπω):



