Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απ
5.641 εγγραφές [71 - 80]
[Λεξικό Γεωργακά]
απαγορεύων, -ουσα, -ον [αpaγorévon] (L)
  • forbidding, interdicting:
    • ανώτατοι βαθμούχοι του υπουργείου αποστέλλουν στο κατώτερο εκπαιδευτικό προσωπικό αυστηρότατες εγκυκλίους, απαγορεύουσες τη διάθεση οιουδήποτε άλλου βιβλίου πλην του ιδικού των (Kolyva) |
    • έρχονται μηνύματα απαγορεύοντα ορισμένες ελευθερίες των μαθητών

[fr kath απαγορεύων ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάγρια [αpáγria] adv, region. (Pelop) & (Kazantz)
  • wildly, fiercely:
    • poem ρεκάζει ο γιος ~ και πηδάει στο στρώμα αλαφιασμένος (Kazantz Od 1.527) |
    • γέλασε αδρά κι ~ ρυάστηκε του δοξαρά το στόμα (ib 16.180)

[der of απάγριος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάγριος, -α, -ο [apáγrios] region. & (Prevelakis, Kazantz)
  • wild, fierce, savage (of voice):
    • ο γούμενος έδωσε σημάδι να πάρουνε το νεκρό. Mια μοιρολογήτρα έσκουξε απάγρια τη φωνή (Prevelakis) |
    • σ' όποιο σπίτι είχεν έρθει το παρόμοιο, ακούσαμε ευτύς να βγαίνουν οι απάγριες φωνές κ' είδαμε την άλλη μέρα σταυροσημαδεμένη την πόρτα του (id.) |
    • poem και τότε σούρνει απάγρια μια φωνή και σωροπέφτει χάμω (Kazantz Od. 6.418) |
    • μα η Pάλα βάνει απάγρια τη φωνή, τη φτώχεια αναγκαρδιώνει (ib 10.188)

[cpd w. άγριος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγχονίζω [apaŋxonízo] -ομαι Ρ2.1 : θανατώνω κπ. στην αγχόνη· κρε μώ4: Οι συνωμότες καταδικάστηκαν σε θάνατο και απαγχονίστηκαν. || (παθ.) αυτοκτονώ με απαγχονισμό: Ο αυτόχειρας βρέθηκε απαγχονισμέ νος.

[λόγ. < αρχ. ἀπαγχονίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγχονίζω [apaŋxonízo] aor απαγχόνισα, mediop απαγχονίζομαι, aor απαγχονίσθηκε & απαγχονίστηκε, ppp απαγχονισμένος (L)
  • ① kill by hanging, hang (syn κρεμώ, D φουρκίζω, θανατώνω με αγχόνη):
    • η μπουχόνα έχει το συναίσθημα ότι την απαγχονίζουν και δεν δίνει πλέον μια πεντάρα για το σπίτι της· ολοένα ξεγλιστρά απομέσα, όσο που το καβούκι μένει άδειο (Potamianos) |
    • με μια τιποτένια αφορμή απαγχονίσθηκε ο Παριανός Γεώργιος Kονδύλης το 1716 από τον πασά (Varelas) |
    • το 1601 απαγχονίστηκε ο επίσκοπος Σεραφείμ, που θεωρήθηκε ως συνεργός στο κίνημα του Διονυσίου B΄ (PVasileiou) |
    • της άλλης μάνας ο γιος απαγχονίστηκε από τους Eγγλέζους (Z.Σ.P.)
  • ⓐ mi απαγχονίζομαι hang o.s.:
    • ο Mπρουκ θυσίασε δικαιώματα, προσωπικότητα και την ίδια του τη ζωή, απαγχονίζεται (Athanasiadis-N) |
    • τα μακαρόνια ήταν τόσο σκληρά, ώστε θα μπορούσαμε να απαγχονιστούμε μ' αυτά μετά την πληρωμή του λογαριασμού (id.) |
    • βλέποντας ότι προδίνοντας το Δάσκαλο είχε προδώσει τον εαυτό του τον πιο πολύτιμο απαγχονίζεται (Melas)
  • ② pass, fig be done away w., be effaced, be quenched:
    • poem τώρα ..| που ανήμπορο στην αγορά | το πνεύμα απαγχονίζεται | και φόρεσαν στους ποιητές | γιλέκα γελωτοποιών | δε γράφω στίχους (Simop)

[fr kath απαγχονίζω ← K, PatrG ἀπαγχονίζω ← AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγχόνιση [apaŋxónisi] η, gen απαγχόνισης & απαγχονίσεως (L)
  • hanging (of a person) (syn απαγχονισμός, κρέμασμα, φούρκισμα)

[fr kath αγχόνισις ← PatrG ἀπαγχόνισις (Theod. Stud.), der of K ἀπαγχονίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγχονισμένος, -η, -ο [apaŋxonizménos] (L)
  • hanged (syn κρεμασμένος, φουρκισμένος):
    • ~ βρέθηκε στο σπίτι του συνταξιούχος |
    • από τους τοίχους σαν απαγχονισμένες μεγαλειότητες αλληθωρίζουν τα πορτραίτα των Xοεντσόλλερν (Athanasiadis-N) |
    • poem μη λυπηθείς με τις φωνές που κρέμονται απ' το ταβάνι απαγχονισμένες | κι από το ρόγχο της αγάπης στα γυμνά πατώματα (Laina)

[ppp of απαγχονίζω; cf kath απηγχονισμένος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαγχονισμός ο [apaŋxonizmós] Ο17 : η ενέργεια του απαγχονίζω, κυρίως ως θανατική ποινή: Θανατώθηκε / καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό / δι΄ απαγχονισμού.

[λόγ. απαγχονισ- (απαγχονίζω) -μός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαγχονισμός [apaŋxonizmós] ο, (L) = απαγχόνιση
:
  • ο ~ του δραπέτη |
  • όταν ήλθε η είδηση του απαγχονισμού των τριών παλληκαριών, η αγανάκτηση υπερνίκησε κάθε μου άλλο αίσθημα (Christidis) |
  • δε φαντάζομαι ο σκηνοθέτης να ισχυριστεί ότι μας έδωσε σκηνή απαγχονισμού (Athanasiadis-N) |
  • ο
  • Hufeland αποφαίνεται ότι αντί της ποινής του αποκεφαλισμού ο ~ είναι φιλανθρωπότερος (Louros)

[fr kath απαγχονισμός ← eccl απαγχονισμός, der of απαγχονίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απάγω [apáγo] -ομαι Ρ πρτ. απήγα, αόρ. απήγαγα, απαρέμφ. απαγάγει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. (λόγ.) απήχθη, απήχθησαν, απαρέμφ. απαχθεί : αρπάζω διά της βίας και κρύβω κπ. σε μέρος μυστικό, απαιτώντας ανταλλάγματα για την απελευθέρωσή του: Tρομοκράτες απήγαγαν γνωστό βιομήχανο. || για ερωτικούς λόγους, με ή χωρίς τη θέληση της κοπέλας: Aναγκάστηκε να την απαγάγει, επειδή οι δικοί της δεν τον ήθελαν για γαμπρό, να την κλέψει.

[λόγ. < αρχ. ἀπάγω]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...565   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες