Παράλληλη αναζήτηση
| 5.641 εγγραφές [5591 - 5600] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απύρετος, -η, -ο [apíretos] (L)
- ① med having no fever, apyretic (ant πυρετωμένος):
- έν' απόγεμα ο A. έμεινε ~ κ' η κατάστασή του φάνηκε να καλυτερεύει (TAthanasiadis)
- ② fig not feverish, unimpassioned, calm (ant πυρετικός, πυρετώδης):
- μέσα στο σύγχρονο πυρετό διατηρεί την ψυχική του απύρετη γαλήνη (Kazantz)
[fr kath απύρετος ← MG (CGL) ← K (also pap), AG ἀπύρετος]
- ① med having no fever, apyretic (ant πυρετωμένος):
- απυρηνικός, -ή, -ό [apirinikós] (L)
- not possessing nuclear weapons (ant πυρηνικός):
- απυρηνικά κράτη
[neol, cpd w. πυρηνικός]
- not possessing nuclear weapons (ant πυρηνικός):
- απύρηνος -η -ο [apírinos] Ε5 : που δεν έχει πυρήνα. α. (βιολ.): Tα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι απύρηνα. β. (βοτ.) για καρπό που δεν έχει κουκούτσι.
[λόγ. < αρχ. ἀπύρηνος]
- απύρηνος, -η, -ο [apírinos] (L)
- ① bot lacking pips (stones, kernels etc):
- ~καρπός, απύρηνη λεμονιά
- ② biol lacking a nucleus, apyrene:
- παρουσιάζονται χαρακτηριστικοί απύρηνοι κυτταρικοί σχηματισμοί μέσα στο κολπικό έκκριμα (Louros, adapted)
[fr kath απύρηνος ← K (also pap), AG ἀπύρηνος, this cpd w. πυρήν]
- ① bot lacking pips (stones, kernels etc):
- απύρι [apíri] το, region. (Aegean)
- sulphur (syn θειάφι)
[fr postmed απύριν ← *απύριον, this fr LK ἄπυρον (sc θεῖον); cf ασήμι ← ἄσημον (ἀργύριον); σκώτι ← συκώτιον, der of συκωτeν wπαρ]
- απυρίκαυστος -η -ο [apiríkafstos] Ε5 : (για υλικό σώμα) που δεν μπορεί να καεί. ANT πυρίκαυστος.
[λόγ. α- 1 αρχ. πυρίκαυστος `καμμένος στη φωτιά΄]
- απύριν το· απύρι.
-
- Θειάφι:
- Tο … στόμαν έβγανεν φωτιάν … και απύριν (Πικατ. 90).
[<ουσ. *απύριον <επίθ. άπυρον (θείον) (Andr., λ. *-ιον). Η λ. και ο τ. (Bλάχ.) και σήμ. ιδιωμ.]
- Θειάφι:
- απυρόβλητος -η -ο [apiróvlitos] Ε5 : (στρατ.) που δε βάλλεται ή που δεν μπορεί να βληθεί από εχθρικά πυρά. || (ως ουσ.) το απυρόβλητο στην έκφραση κάποιος / κτ. είναι στο απυρόβλητο, δεν μπορούν ή δεν επιτρέπεται να του επιτεθούν, να ασκήσουν εναντίον του κριτική ή έλεγχο.
[λόγ. α- 1 *πυρόβλητος < πυρ -ο- + βλη- (βάλλω) -τος σφαλερός σχηματισμός για διάκριση από το απυροβόλητος κατά τα απρόσβλητος, ελνστ. κεραυνόβλητος `χτυπημένος από κεραυνό΄ (< κεραυνοβολῶ) απόδ. γαλλ. à l΄abri du feu(;)]
- απυρόβλητος, -η, -ο [apirόvlitos] (L)
- ① milit protected against enemy fire, defiladed:
- απυρόβλητη γωνία dead angle |
- απυρόβλητη ζώνη, περιοχή |
- το τάγμα αναπαύεται σε θέσεις απυρόβλητες (ChZalokostas)
- ② fig not heated, unfired, unaffected, untouched:
- πλαστουργεί παραστάσεις, που δεν μένουν απυρόβλητες από τη θερμοκρασία του ενστίκτου (Chourmouzios)
[fr kath (neol) απυρόβλητος, cpd w. πυρόβλητος; cf MG λιθόβλητος, πυρίβλητος]
- ① milit protected against enemy fire, defiladed:
- απυροβόλητος -η -ο [apirovólitos] Ε5 : που δεν έχει πυροβοληθεί, που δεν τον έχουν πυροβολήσει.
[λόγ. α- 1 πυροβολη- (πυροβολώ) -τος]



