Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απ
5.641 εγγραφές [5571 - 5580]
[Λεξικό Γεωργακά]
απτός, -ή, -ό [aptós] (L)
  • tangible, palpable (syn χειροπιαστός, near-syn αισθητός 1):
    • ~κίνδυνος, κόσμος, παράδεισος, στόχος |
    • απτή επιφάνεια, ομορφιά, παρουσία, τέχνη, ύπαρξη |
    • απτή αντίθεση, απόδειξη, πραγματικότητα, σαφήνεια |
    • απτό αντικείμενο, ενδιαφέρον, κριτήριο, παράδειγμα, τεκμήριο |
    • απτά αποτελέσματα, δεδομένα, περιστατικά, στοιχεία, χαρακτηριστικά |
    • μια απτή έκφραση της διαμάχης |
    • κύριος στόχος της παρεμβολής ήταν να καταστεί σαφής, ορατή και απτή η απειλή, την οποία αισθάνεται η χώρα |
    • πλάγιασε ανάμεσα στους γονιούς της, που η απτή προστασία τους την καθησύχαζε (AAGeorgiadis-K) |
    • η επίδραση της τεχνικής είναι απτή από κάθε άνθρωπο (Theodorakop) |
    • το μυθιστόρημα δεν έχει καθόλου δράση, που να γίνεται απτή στον αναγνώστη (Sachinis) |
    • όσο ανέβαινα τις σκάλες .. το όραμά της γινόταν απτότερο (Chatzinis) |
    • poem κυλάει .. | το φως του φεγγαριού | ψυχρό κι απτό καθώς υδράργυρος (Melissanthi)

[fr kath απτός ← PatrG, AG ἁπτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απτότητα [aptόtita] η, (L)
  • state or quality of affecting tactile perception, tactility (syn απτικότητα):
    • το ζωγραφικό αντικείμενο είναι απλώς εποπτική μορφή χωρίς ~,που υποθέτει τον τρισδιάστατο χώρο (Papanoutsos)

[fr kath (neol) απτότης, der of απτός]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπτου s. μη μου άπτου.
[Λεξικό Κριαρά]
απτρότουβον το· ανδρότουβον.
  • Φιτίλι καντήλας:
    • (Προδρ. II 42-5 χφ H κριτ. υπ).

[<ουσ. απτρίν (DGE, LBG, Andr., λ. ίον) + τουβίν (Du Cange). H λ. το 10. αι. (LBG)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπτυχος, -η, -ο [áptixos] (L)
  • having no pleats, unpleated, uncreased, unwrinkled, smooth (syn αζάρωτος 1, απτύχωτος, ασούρωτος):
    • ~πέπλος, χιτώνας |
    • η βάρκα αόρατη γλιστρά 'πά στο άπτυχο γαλάζιο (Mammelis)

[fr kath (neol Koumanoudis) άπτυχος, cpd w. πτυχή]

[Λεξικό Γεωργακά]
απτύχωτος, -η, -ο [aptíxotos] (L) = άπτυχος
:
  • ~πέπλος, απτύχωτη επιφάνεια |
  • λεπτές και πυκνές πτυχές πέφτουν πάνω στο στήθος αφήνοντας απτύχωτα κενά σε ορισμένα σημεία (Despinis) |
  • παριστάνουν τοπία μ' ένα τυπικό ερειπωμένο πύργο στην κορφή ενός απτύχωτου βουνού (Ouranis)

[cpd w. πτυχωτός, der of kath πτυχώ (-όω); cf also πτύχωσις]

[Λεξικό Κριαρά]
άπτω· άφτω· μτχ. απτούμενος· απτωμένος· αφτόμενος· αφτούμενος· αφτουμένος· αφτωμένος.
  • Α´ Mτβ.
    • 1) (Eνεργ. και μέσ.) ανάβω κ.:
      • (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1498), (Eρμον. Φ 321).
    • 2) Προκαλώ ερωτική διάθεση:
      • άψα τα σωθικά τους (Πανώρ. E´ 71· Eρωτοπ. 285).
    • 3) Eξάπτω, ερεθίζω:
      • όταν άψομεν τον θυμόν του (ενν. του Θεού) (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 405).
  • Β´ Aμτβ.
    • 1) Aνάβω, καίομαι:
      • τα κάρβουνα ως άφτου να τα σβήσει (Eρωτόκρ. Γ´ 519).
    • 2) Kατέχομαι από έντονο ερωτικό συναίσθημα:
      • άφτει όλος εκ την πεθυμιά (Pοδολ. B´ 154· Πανώρ. A´ 3).
    • 3) Eξάπτω:
      • άφτει η μάνητά μου (Kατζ. Δ´ 305).

[αρχ. άπτω. O τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπτωτος, -η, -ο [áptotos] (L) & gramm
  • having no inflexional cases, uninflected (near-syn άκλιτος):
    • άπτωτα μέρη του λόγου

[fr kath άπτωτος ← K ἄπτωτος 'without cases' (Apollodor. Stoic., 2nd c. BC; Dionys. Thr.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απύθμενα [apíθmena] adv (L)
  • abysmally, deeply, endlessly (near-syn βαθιά):
    • μπορούμε να δώσομε κι αυτή την ερμηνεία στην ~απελπισμένη φράση (Thrylos)

[der of απύθμενος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απύθμενο [apíθmeno] το, (L)
  • bottomless depth (syn τα άβαθα 2):
    • η θάλασσα κρατάει το ίσο, με την επίμονην ανάμνηση του άπειρου και του απύθμενου (Tsatsos) |
    • poem .. ασκήσαμε το μαύρο μάτι | της θεωρίας, τ' απύθμενα να σκει του αιθέρα (Sikel)

[substantiv. n of απύθμενος]

< Προηγούμενο   1... 556 557 [558] 559 560 ...565   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες