Παράλληλη αναζήτηση
| 5.641 εγγραφές [5561 - 5570] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απτικός, -ή, -ό [aptikós] (L)
- of, affecting, or pertaining to the sense of touch, tactual, tactile:
- απτική αντίληψη, δημιουργία, εντύπωση, ικανότητα |
- απτικό αίσθημα |
- απτικά αισθητήρια όργανα |
- απτικά σωμάτια anat tactile nerve endings, tactile corpuscles |
- τονίζει περισσότερο τις απτικές αξίες της φόρμας (Karouzos) |
- τα αντικείμενα αποδίδονται με τον απτικό χαρακτήρα τους, έχουν πλαστικότητα (Papanoutsos) |
- δείχνεται άνθρωπος προικισμένος με άφθονες απτικές κεραίες (Panagiotop)
[fr kath απτικός ← LK, AG ἁπτικός 'able to come into contact with; of touch']
- of, affecting, or pertaining to the sense of touch, tactual, tactile:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απτικότητα [aptikόtita] η, (L) art
- state or quality of affecting tactile perception, tactility (syn απτότητα):
- οι έλικες και το κόσμημα του εχίνου μας δυσαρεστούν με την μη ~,την μη πλαστικότητά των (Pallas)
[fr kath (neol) απτικότης, der of απτικός]
- state or quality of affecting tactile perception, tactility (syn απτότητα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απτίνη [aptíni] η, (L) med
- hapten
[fr ISV haptene ← AG ἃπτω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απτό [aptό] το, (L)
- sth tangible or palpable (ant άπιαστο, ασύλληπτο):
- ποιος μπορεί να πει ότι το αόρατο και το άυλο δεν επηρεάζει το ορατό και το ~ (Kanellop) |
- οι αισθήσεις πάνε μόνες τους παραπέρα από το φυσικό, από το ~, από το συγκεκριμένο (Fteris) |
- ζει έξω από τα όρια του απτού και του γνώριμου (Sachinis)
[fr kath το απτόν, substantiv. n of απτός]
- sth tangible or palpable (ant άπιαστο, ασύλληπτο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απτόητα [aptόita] adv (L)
- in an undeterred or undaunted manner, dauntlessly:
- μίλησε, συνέχισε ~
[der of απτόητος]
- in an undeterred or undaunted manner, dauntlessly:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απτόητος -η -ο [aptóitos] Ε5 : που δεν πτοείται, που δε χάνει το θάρρος του και δεν υποχωρεί μπροστά σε εμπόδια: Παρ΄ όλες τις δυσκολίες συνεχίζει ~ τον αγώνα.
απτόητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπτόητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απτόητος, -η, -ο [aptόitos] (L)
- undeterred, undaunted, unrestrained, unchecked (near-syn άφοβος, ant καταπτοημένος):
- ανδρική και απτόητη στάση |
- απάντησε, διάβηκε ~ |
- απτόητη η αισχροκέρδεια απλώνεται σε όλους τους τομείς της αγοράς |
- η Kρουσταλλένια δέχεται απτόητη όλα αυτά τα χτυπήματα της μοίρας |
- οι διαδηλωτές, απτόητοι από το εκτοξευμένο καυστικό πιπέρι, έφτιαξαν μια συμπαγή ανθρώπινη μάζα |
- ο ποιητής συνεχίζει το λόγο του ~(Petsalis) |
- βράχοι γκρεμισμένοι ως τη θάλασσα δέχονται τις βίαιες επιθέσεις του Λιβυκού πέλαγους απτόητοι και αμετακίνητοι (Varelas) |
- οι μαυροφόρες περνάν απτόητες ανάμεσα στους τυράννους (ChZalokostas) |
- οι αστροναύτες περιφέρονται απτόητοι στο διάστημα (Panagiotop)
[fr kath απτόητος ← MG (4th c.) απτόητος ← K ἀπτόητος]
- undeterred, undaunted, unrestrained, unchecked (near-syn άφοβος, ant καταπτοημένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπτομαι [áptome] Ρ (κυρ. στο γ' πρόσ., μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ., με γεν. αφηρ. ουσ.) αναφέρομαι σε κτ., έχω σχέση με κτ.: Θέματα που άπτονται της αρμοδιότητας του Yπουργείου Παιδείας. Tο ερώτημα άπτεται της ουσίας του θέματος, θίγει την ουσία.
[λόγ. < αρχ. ἅπτομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπτομαι [áptome] (L) w. gen
- touch (upon), deal w., relate to, have a bearing on (near-syn ασχολούμαι με, αφορώ, σχετίζομαι με):
- άλλες συναφείς διατάξεις άπτονται του θέματος της ισότητας |
- τέσσερα θέματα κυβερνητικής πολιτικής άπτονται και των διμερών γαλλικών σχέσεων
[fr kath άπτομαι, mi of AG ἃπτω]
- touch (upon), deal w., relate to, have a bearing on (near-syn ασχολούμαι με, αφορώ, σχετίζομαι με):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απτός -ή -ό [aptós] Ε1 : ΣYN χειροπιαστός. 1. που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις, σε αντιδιαστολή προς ό,τι είναι νοητό: Ο υλικός κόσμος είναι ~. Tο μικρό παιδί αντιλαμβάνεται μόνο ό,τι είναι απτό. || H Έλεν Kέλερ είναι ένα απτό παράδειγμα για τη δύναμη της θέλησης. 2. (μτφ.) για κτ. που είναι φανερό, βεβαιωμένο, για το οποίο δεν μπορεί να αμφιβάλλει κάποιος: Έφερε απτές αποδείξεις και όχι αβέβαιες ενδείξεις.
απτά ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: αρχ. ἁπτός· 2: σημδ. γαλλ. tangible]



