Παράλληλη αναζήτηση
| 5.641 εγγραφές [5461 - 5470] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απρόσκοπος, επίθ.
-
- Άμεμπτος, άψογος:
- σκήνος … απρόσκοπον (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 1635).
[μτγν. επίθ. απρόσκοπος]
- Άμεμπτος, άψογος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόσκοπτα [apróskopta] adv (& D απρόσκοφτα) (L)
- without obstacles, obstruction, or hindrance, smoothly, freely (syn ανεμπόδιστα):
- αναπτύσσεται, δουλεύει, κυλάει, μιλεί, προχωρεί ~ |
- αφήνουμε να επιδρούν ~ στις τύχες τους οικονομικές και πολιτιστικές δυνάμεις |
- αν ο εφοδιασμός σε μορφίνη γίνεται ~, τότε οι τιμές πέφτουν χαμηλά |
- το ρεύμα του μυστικισμού συνεχίστηκε ~ σ' όλη τη διάρκεια του Bυζαντίου (Tatakis) |
- παρακολουθεί ~ την τροχιά, που διάγραψε το πνεύμα του συγγραφέα (Chatzinis, adapted) |
- ήταν δύσκολο να φωτιστεί καλά το έργο και να είναι ~ ορατό απ' το θεατή (Miliadis) |
- η τραγωδία, για να γίνει ~ κατανοητή, πρέπει να εξανθρωπισθεί (Thrylos) |
- poem κι απρόσκοφτα και μαλακά | πάει μες στου ονείρου τα ρηχά | νερά να ναυαγήσει (Agras)
[der of απρόσκοπτος]
- without obstacles, obstruction, or hindrance, smoothly, freely (syn ανεμπόδιστα):
[Λεξικό Κριαρά]
- απρόσκοπτος, επίθ.
-
- Που δεν προσκόπτει, δεν προσκρούει πουθενά, ανεμπόδιστος, απρόσβλητος:
- απρόσκοπτος αγάπη (Λίβ. P 1035).
[μτγν. επίθ. απρόσκοπτος (DGE). H λ. και σήμ.]
- Που δεν προσκόπτει, δεν προσκρούει πουθενά, ανεμπόδιστος, απρόσβλητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απρόσκοπτος -η -ο [apróskoptos] Ε5 : για κτ. που γίνεται χωρίς προσκόμματα, που δε συναντάει εμπόδια· ομαλός: H κυβέρνηση εγγυάται την απρόσκοπτη διεξαγωγή των εκλογών. Πρέπει να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
απρόσκοπτα ΕΠIΡΡ: Tα προϊόντα διακινήθηκαν ~. [λόγ. < ελνστ. ἀπρόσκοπτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόσκοπτος, -η, -ο [apróskoptos] (L)
- unimpeded, unobstructed, unhindered, free (syn ακώλυτος 1 L, ανεμπόδιστος):
- απρόσκοπτη άνοδος, λειτουργία, κυκλοφορία, προέλαση, ροή |
- απρόσκοπτη εκτέλεση του έργου |
- παρεμποδίζεται η απρόσκοπτη μεταφορά των προϊόντων |
- δυσκολίες χαρακτηρίζουν την κυβερνητική πολιτική στην απρόσκοπτη υλοποίησή της |
- είναι καιρός να εξασφαλίσει αυτό το επάγγελμα την απρόσκοπτη και ακίνδυνη εξάσκησή του (Melas) |
- τα σχόλια του συγγραφέα αδυνατίζουν την ελεύθερη και απρόσκοπτη πορεία της αφήγησης (Sachinis) |
- poem και κει αφήστε τ' όνειρο | απρόσκοπτο να τρέξει (Spanias)
[fr kath απρόσκοπτος ← MG απρόσκοπτος ← PatrG, K ἀπρόσκοπτος]
- unimpeded, unobstructed, unhindered, free (syn ακώλυτος 1 L, ανεμπόδιστος):
[Λεξικό Κριαρά]
- απροσκόπτως, επίρρ.
-
- Xωρίς να προσκόπτει, να σκοντάφτει κανείς πουθενά, ανεμπόδιστα:
- της τύχης … απροσκόπτως προτρεχούσης (Δούκ. 18314).
[μτγν. επίρρ. απροσκόπτως]
- Xωρίς να προσκόπτει, να σκοντάφτει κανείς πουθενά, ανεμπόδιστα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απρόσκοφτα s. απρόσκοπτα.
[Λεξικό Κριαρά]
- απρόσκρουστος, επίθ.
-
- Που δεν προσκρούει πουθενά, ανεμπόδιστος:
- απρόσκρουστος αγάπη (Λίβ. Sc. 1333).
[μτγν. επίθ. απρόσκρουστος]
- Που δεν προσκρούει πουθενά, ανεμπόδιστος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απροσκύνητα [aproscínita] adv
- without bowing in submission, without kowtowing:
- έζησαν στα βουνά ~
[der of απροσκύνητος2]
- without bowing in submission, without kowtowing:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απροσκύνητος -η -ο [aproskínitos] Ε5 : 1.ANT προσκυνημένος. α. για άτομο ή για λαό που δεν προσκύνησε αφέντη, που αντιστάθηκε και έμεινε αδούλωτος: Οι κλέφτες έμειναν απροσκύνητοι, δεν αναγνώρισαν την τουρκική εξουσία. β. χαρακτηρισμός ανθρώπου που δε συμβιβάζεται και που αντιδρά στην αυθαιρεσία της εξουσίας. 2. που δεν τον προσκύνησαν ή που δεν τον έχουν προσκυνήσει1.
[ελνστ. ἀπροσκύνητος (στη σημ. 2)]



