Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απ
5.641 εγγραφές [5391 - 5400]
[Λεξικό Γεωργακά]
απροόδευτος, -η, -ο [aproό∂eftos] (& Psichari απρόδευτος) (L)
  • making or having made no progress, not advancing, stagnant (ant προοδευμένος):
    • όλη του τη ζωή έμεινε ~ |
    • ήξερε το γένος τ' αχάριστο και τ' απρόδευτο, μολαταύτα δούλευε για το έθνος αυτό (Psichari)

[fr kath (neol Koumanoudis) απροόδευτος, cpd w. *προοδευτός (: προοδεύω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απρόοπτα [aprόopta] adv (L)
  • in an unanticipated or unforeseen manner, unexpectedly (syn απρόβλεπτα, απροσδόκητα, near-syn άξαφνα 2):
    • άρχισε, εμφανίστηκε, ήρθε, σταμάτησε ~ |
    • οι λέξεις του συναποτελούν μια γλώσσα τόσο ~ εκφραστική (Melas) |
    • παρουσιάζει στον αναγνώστη ένα ~ ευτυχισμένο τέλος (Sachinis) |
    • μπορεί να ξεπεταχτεί σ' αυτήν την κατηγορία κανένα βιβλίο με ~ μεγάλη κυκλοφοριακή επιτυχία (Stasinop) |
    • poem σπαραχτικό το ξάφνιασμα· του φίλου σου τον τάφο | να ιδείς ~, όπως περνάς, στης μάχης το πεδίο (Athanas)

[der of απρόοπτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροοπτισμός [aprooptizmós] ο, (L)
  • unexpected turn or event (syn αναπάντεχο, απρόβλεπτο, απρόοπτο, απροσδόκητο 1):
    • αν ξέρει κανείς αποπρίν την πλοκή του έργου, χάνουν το ενδιαφέρον οι απροοπτισμοί

[fr kath (neol) απροοπτισμός, der of απρόοπτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απρόοπτο [aprόopto] το, (L)
  • sth unexpected, unanticipated, or unforeseen (syn in απροοπτισμός):
    • δυσάρεστα, ευχάριστα απρόοπτα |
    • τα απροόπτα της ζωής, του πολέμου |
    • εποχή γεμάτη απροόπτα |
    • phr εκτός απροόπτου barring the unforeseen, unless sth unforeseen occurs |
    • phr (τον έπιασε) εξ απροόπτου (he caught him) unawares, unexpectedly |
    • λαβαίνω υπόψη τα απροόπτα allow (or provide) for contingencies |
    • αυτό ήταν από τ' απροόπτα this was unexpected |
    • το μόνο ~ που μπορεί να σας συμβεί είναι να σας σκοτώσει κανένα αυτοκίνητο (Melas) |
    • η φυσική εισάγει στα ενδεχόμενά της το ~ (Panagiotop) |
    • ο γάμος έχει απροόπτα για τα κορίτσια (Kokkinos) |
    • η Iσπανία θα είναι πάντοτε η χώρα των απροόπτων (Ouranis)

[fr kath το απρόοπτον, substantiv. n of απρόοπτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απρόοπτος -η -ο [apróoptos] Ε5 : για κτ. που συμβαίνει ξαφνικά, απρόβλεπτα ή απροειδοποίητα: Ένα απρόοπτο εμπόδιο με έκανε να ματαιώσω το ταξίδι μου. Aπρόοπτες εξελίξεις. Aπρόοπτη μεταβολή του καιρού. || (ως ουσ.) το απρόοπτο, απρόοπτο γεγονός, συνήθ. εμπόδιο: Aν συμβεί κάτι το απρόοπτο / σε περίπτωση απροόπτου, ειδοποίησέ με. Διάφορα απρόοπτα ανέτρεψαν τα προγράμματα και τις προβλέψεις μας. (έκφρ.) εκτός απροόπτου, αρκεί να μη συμβεί κτ. απρόοπτο: Θα συναντηθούμε αύριο, εκτός απροόπτου. (λόγ.) εξ απροόπτου, ξαφνικά, απρόοπτα. καταλαμβάνω* κπ. εξ απροόπτου. απρόοπτα ΕΠIΡΡ: Ο πόλεμος πήρε εντελώς ~ νέα τροπή.

[λόγ. < αρχ. ἀπρόοπτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απρόοπτος, -η, -ο [aprόoptos] (L)
  • unanticipated, unforeseen, unexpected (syn αναπάντεχος, απρόβλεπτος, απροσδόκητος):
    • ~ θάνατος |
    • απρόοπτη αλλαγή, απάντηση, λύση, συνάντηση, τρυφερότητα |
    • απρόοπτο θαύμα, κώλυμα, περιστατικό, τέλος |
    • η Φ. σιωπούσε, γιατί το απρόοπτο επιχείρημα της είχε κόψει το θάρρος (Xenop) |
    • πλέξιμο απρόοπτο και παράξενο του ονειρευτού με το πραγματικό (Melas) |
    • βρίσκονται κάτω από απρόοπτες συνθήκες (Stasinop) |
    • η ιστορική μελέτη θα περιοριστεί σε γεγονότα έκτακτα, που δίνουν κάποιαν απρόοπτη κατεύθυνση στην πορεία των πραγμάτων (Evelpidis)

[fr kath απρόοπτος ← MG (CGL) ← K (also pap), AG ἀπρόοπτος]

[Λεξικό Κριαρά]
απροόπτως, επίρρ.
  • Ξαφνικά:
    • ο θηρευτής … κατέσχεν αυτούς απροόπτως (Iερακοσ. 3415).

[μτγν. επίρρ. απροόπτως. H λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απροπαγάνδιστος -η -ο [apropaγánδistos] Ε5 : που δεν τον έχουν προπαγανδίσει.

[λόγ. α- 1 προπαγανδισ- (προπαγανδίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απροπαγάνδιστος, -η, -ο [apropaγán∂istos] (L)
  • which has not been disseminated by propaganda, not propagandized:
    • απροπαγάνδιστες πολιτικές ιδέες

[fr kath (neol) απροπαγάνδιστος, cpd w. *προπαγανδιστός (: προπαγανδίζω)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απροπαρασκεύαστος -η -ο [aproparaskévastos] Ε5 : α.απροπαράσκευος. β. για κτ. που δεν το έχουν προετοιμάσει ή δεν το έχουν προετοιμάσει σωστά.

[λόγ. α- 1 προπαρασκευασ- (προπαρασκευάζω) -τος]

< Προηγούμενο   1... 538 539 [540] 541 542 ...565   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες