Παράλληλη αναζήτηση
| 5.641 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαιτώ [apetó] απαιτείς, ipf απαιτούσα, aor απαίτησα, pass απαιτούμαι, ipf 3sg απαιτούνταν & απαιτείτο, aor απαιτήθηκε (subj απαιτηθεί)
- ① request insistently, make demands, to demand (syn αξιώνω 1, near-syn ζητώ):
- ~ απάντηση, ικανοποίηση |
- τα προβλήματα απαιτούν τη λύση τους |
- απαιτούμε το κλείσιμο των εργαστηρίων πειραματισμού |
- ο θίασος απαιτεί επιχορήγηση |
- η νεολαία απαιτεί από την κυβέρνηση να σταματήσει τον πόλεμο |
- απαιτείται συνέπεια ανάμεσα στο λόγο και την πράξη |
- ο τραπεζίτης μού ζήτησε, απαίτησε επίμονα, να τον αφήσω να κανονίσει εκείνος το πράγμα (Ouranis) |
- απαιτούσε να μπούνε στην Eλλάδα τα ιταλικά στρατεύματα για να διασφαλίσουν την ουδετερότητά της (Terzakis) |
- η επαρχία μας πιστεύω ότι πρέπει να απαιτεί, όχι να επαιτεί (Charis) |
- δε θα γύριζα ίσως, αν η γιαγιά δεν απαιτούσε να με δει (KChatzop) |
- poem οι λέξεις τεντώσανε και τρίζουν· | απαιτούν να ειπωθούν (Patrikios)
- ⓐ claim (recompense etc) (near-syn διεκδικώ):
- ~ αποζημίωση I claim damages |
- ο δανειστής μπορεί ν' απαιτήσει την ποινή που κατέπεσε καθώς και την επιπλέον αποδειγμένη ζημιά του (Christidis AK)
- ② ask for, require, need, take (near-syn χρειάζομαι):
- απαιτείται προσοχή attention is required |
- τα έργα απαιτούν κεφάλαια |
- κάθε αλλαγή απαιτεί θυσίες |
- η εργασία του απαίτησε πολύ κόπο |
- η πράξη του απαίτησε θάρρος και γενναιότητα |
- για όλα τα επαγγέλματα απαιτούνται προσόντα |
- οι εξετάσεις θα απαιτήσουν χρόνο |
- σχόλια δεν απαιτούν τα δύο αυτά άψογα κείμενα (Dimaras) |
- θα μας απασχολήσουν ελάχιστες μονάχα από τις περιπτώσεις που απαιτούν ξεκαθάρισμα (Christidis AK) |
- δεν είναι διασκέδαση το διάβασμα του έργου του Ίψεν· απαιτεί μελέτη (Thrylos) |
- η τέχνη είναι υποχρεωμένη να προσφέρει ό,τι απαιτεί, ό,τι χρειάζεται το σύνολο (Charis) |
- poem τιμές δε θ' αποκτούσανε και υπόληψη καμία | όσοι διδάσκουν σοβαροί, ποιες λέξεις θέλουνε ψιλή, ποιες απαιτούν δασεία (Markoras)
- ⓑ dictate, impose, demand, require:
- το απαιτεί η εποχή, ο καιρός, η κατάσταση |
- το κεφάλι του A. σκέπαζε η σκούφια η ατλαζωτή προσαρμοσμένη με όλη τη φροντίδα καθώς το απαιτούσε το εξαιρετικό της μέρας της πανηγυρικής (Palam) |
- η θέση μου το απαιτεί να βρίσκουμαι κοντά στο μέτωπο (Tsirkas) |
- poem τώρα χωρίς απόκριση γαλήνιος στέκεις όπως | η επίσημη ώρα ετούτη το απαιτεί (Malakasis)
- ⓒ make necessary, necessitate:
- η πρόοδος απαιτεί τον οικονομικό εξαναγκασμό |
- η διόρθωση απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες |
- πριν φθάσουμε σ' αυτό το στάδιο, απαιτήθηκαν θυσίες, θυσίες ανθρώπινες (Dimaras) |
- οι λόγοι που απαιτούν την ανανέωση της λογοτεχνίας μας έχουν αντικειμενική βαρύτητα (id.)
[fr MG απαιτώ ← PatrG, K (NT, also pap), AG ἀπαιτῶ (-έω)]
- ① request insistently, make demands, to demand (syn αξιώνω 1, near-syn ζητώ):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπαιχτος -η -ο [ápextos] & άπαικτος -η -ο [ápektos] Ε5 : 1.που δεν έχει παιχτεί. α. για παιχνίδι ή ό,τι σχετίζεται με αυτό: Άπαιχτη παρτίδα. Kρατούσε τον άσο άπαιχτο. β. για καλλιτεχνικό έργο το οποίο εκτελείται συνήθ. μπροστά σε κοινό: Ένα άπαικτο θεατρικό / μουσικό έργο. 2. (λαϊκ.) ασυναγώνιστος: H ομάδα φέτος είναι άπαιχτη.
[α- 1 παικ- (παίζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. επίδρ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπαιχτος, -η, -ο [ápextos] (& rare άπαικτος)
- not having been played, unplayed:
- ~ άσος, άπαιχτη παρτίδα
- ⓐ not presented, unplayed, unstaged:
- άπαιχτες τραγωδίες |
- άπαιχτες ταινίες unscreened films |
- είχα γράψει και τρία τέσσερα θεατρικά έργα που έμειναν άπαιχτα (Petsalis)
[fr MG άπαικτος, cpd w. PatrG παικτός (: παίζω)]
- not having been played, unplayed:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαιώνιος, -α, -ο [apeónios] (L)
- eternal (syn αιώνιος):
- ενσαρκώνουν το απαιώνιο δράμα της ζωής σ' όλες τις φάσεις του (Ploritis) |
- ο μεγάλος Σουηδός ξεδιπλώνει το αγαπημένο του μοτίβο της απαιώνιας θανάσιμης πάλης των δύο φύλων (id.)
[fr kath (neol) απαιώνιος, der of adj phr απ' αιώνος ← MG, K (LXX, NT)]
- eternal (syn αιώνιος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαιωρούμαι [apeorúme] απαιωρείται, ipf απαιωρείτο (L)
- hang down fr, be suspended, dangle (syn αιωρούμαι):
- μέδουσα με τους πλοκάμους αναστραμμένους προς τα πάνω, απαιωρείτο από το γαλάζιο σανιδένιο ταβάνι, η πολύφωτη εξάρτηση λάμπας πετρελαίου (Pentzikis)
[fr kath απαιωρούμαι ← MG, PatrG, K ἀπαιωρῶ (-έω) ← AG ἀπαιωροῦμαι]
- hang down fr, be suspended, dangle (syn αιωρούμαι):
[Λεξικό Κριαρά]
- απαιωρώ.
-
- Kρεμώ:
- (Eρμον. E 254).
[μτγν. απαιωρέω]
- Kρεμώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- απακάτω, επίρρ.,
- βλ. αποκάτω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απακετάριστος -η -ο [apaketáristos] Ε5 : που δεν τον έχουν πακετάρει: Tα βιβλία / τα εμπορεύματα ήταν ακόμη απακετάριστα.
[α- 1 πακεταρισ- (πακετάρω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απακετάριστος, -η, -ο [apacetáristos]
- not put in packets, unpacked, unpackaged, loose (syn ασυσκεύαστος, ant πακεταρισμένος):
- απακετάριστα τσιγάρα, απακετάριστες βελόνες, βίδες
[cpd w. *πακεταριστός (: πακετάρω)]
- not put in packets, unpacked, unpackaged, loose (syn ασυσκεύαστος, ant πακεταρισμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάκι [apáci] το, region.
- muscular part of human or quadruped body surrounding the kidneys or a cut of meat thereof, loin (syn νεφραμιά, ψαρονέφρι):
- μου πονούν, μου έπεσαν τ' απάκια μου |
- poem καλό το ~ του λαγού, καλό της πέρδικας το στήθος (Kazantz Od 20.507)
[fr MG απάκιν (fr 7th c. AD on), this perh fr αλωπέκιον]
- muscular part of human or quadruped body surrounding the kidneys or a cut of meat thereof, loin (syn νεφραμιά, ψαρονέφρι):



