Παράλληλη αναζήτηση
| 5.641 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαθανάτισμα [apaθanátizma] το, (& αποθανάτισμα) = απαθανάτιση η
- :
- στο "Φαίδωνα" του Πλάτωνος συναντάμε το δόξασμα και ~ του θανάτου (Theodorakop)
[der of απαθανατίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαθανατισμός [apaθanatizmós] ο, (L) = απαθανάτιση η,
[fr kath απαθανατισμός ← PatrG (4th c.) ← K (1st c. AD; also pap)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απάθεια η [apáθia] Ο27 : η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον απαθή· αδιαφορία, έλλειψη συγκίνησης ή αντίδρασης μπροστά σ΄ ένα γεγονός ή σε μια κατάσταση: Bλέπω / ακούω με ~. ~ που την έχει! Tίποτε δεν μπορούσε να ταράξει την απάθειά του.
[λόγ. < αρχ. ἀπάθεια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάθεια [apáθia] η, gen απάθειας & απαθείας (L)
- ① philos imperturbability, impassivity, freedom of emotion, apathy (syn ηρεμία, αταραξία, near-syn ψυχραιμία):
- δείχνει ~ στην υπόθεσή του |
- η ~ του στωικού, η αταραξία του επικουρείου και η εποχή του σκεπτικού προδίδουν τον ίδιο πόθο του ανθρώπου να ισορροπήσει με τον εαυτό του και με τα γύρω του (Theodorakop) |
- ο αληθινός σοφός είναι απαθής και με την ~ κατακτά την πραγματική ελευθερία (Papanoutsos) |
- υπερφυσικό δώρο η ~, μια ~ που οδηγεί στο πραγματικό αναμάρτητο (Tatakis, adapted) |
- η ~ είναι και ανέφικτη και αδυσώπητη ως αίτημα (Dragona-M) |
- αντικειμενική ~, ~ στωική |
- επαρηγορούσε τη γυναίκα του με φιλοσόφου ~ (Karkavitsas)
- ⓐ coolness, composure:
- αντιμετωπίζει τον κίνδυνο με ~
- ② indifference, callousness, heartlessness (syn αδιαφορία):
- η ~ των μαζών |
- η μεγάλη ~ του λαού, της εργατικής τάξης |
- κοίταζαν τα κράνη τους με ~ μηδενιστική να κατρακυλάνε τον κατήφορο (Terzakis) |
- ένοιωθε μέσα του μία κτηνώδη ~ (Grigoris) |
- βυθισμένοι σε μια μνημειώδη ~, λεροί κλ |
- είσαι έτοιμη να υποστείς με κάποια μοιρολατρική ~ τούτο ή εκείνο το ενδεχόμενο (Palam) |
- τέλεια ~ |
- η φυσική ~ του συνομιλητή |
- η απάθειά του είναι φυσικότατη (Athanasiadis-N) |
- ασκήσεις απαθείας |
- άκουγε με ~ |
- ρωτάει με ~ |
- απαντάει με ~ |
- αντίκρυσαν, κοίταζαν με ~ τα συμβαίνοντα |
- το αποτέλεσμα εξαρτάται και από την ~ που θα επιδείξουμε στη μεγάλη αυτή αποστολή (Angelop, adapted) |
- η ηθική ~ που αποτελεί την πανελλήνια πάθηση, είναι μια ευλογιά που από καιρό ενδημεί στη χώρα (Palaiologos)
- ⓑ θανατερή or μακάβρια ~:
- την κοίταζε με μια θανατερή ~ (KPolitis) |
- τα πρόσωπά τους έχουν μια σατανική ωραιότητα και αντανακλούν τη μακάβρια ~ του θανάτου (Athanasiadis-N)
[fr kath απάθεια ← K, PatrG ← AG]
- ① philos imperturbability, impassivity, freedom of emotion, apathy (syn ηρεμία, αταραξία, near-syn ψυχραιμία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαθές [apaθés] το, (L)
- impassivity, impassiveness, apathy (syn απάθεια 1):
- poem τον καταπλήσσει τούτων των χώρων το ~ (Papatsonis)
[fr kath το απαθές, substantiv. n of απαθής2]
- impassivity, impassiveness, apathy (syn απάθεια 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαθέστατα s. απαθώς.
[Λεξικό Κριαρά]
- απαθής, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για όργανο του σώματος) αβλαβής, υγιής:
- (Iερακοσ. 40030).
- 2) Aδιάφορος:
- απαθείς άνθρωποι (Xειλά, Xρον. 357).
[αρχ. επίθ. απαθής. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για όργανο του σώματος) αβλαβής, υγιής:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαθής -ής -ές [apaθís] Ε10 : που αδιαφορεί, που δεν αντιδρά στις αιτίες που προκαλούν τις συγκινήσεις ή τις επιθυμίες, αδιάφορος, ασυγκίνητος αναίσθητος: Στις συμφορές των άλλων έμενε ~. Φαινομενικά ήταν ~. Tι στέκεσαι έτσι απαθέστατος; Άκουγε ~ τις εναντίον του κατηγορίες, ψύχραιμος, ατάραχος. Ο κατηγορούμενος άκουσε ~ την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου.
απαθώς ΕΠIΡΡ: Mε κοίταζε απαθέστατα. [λόγ. < αρχ. ἀπαθής· λόγ. < ελνστ. ἀπαθῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαθής, -ής, -ές [apaθís]
- ① unreacting, indifferent, impassive, disinterested, unconcerned, apathetic (syn αδιάφορος):
- απαθή χαρακτηριστικά |
- πάει κ' έρχεται αθόρυβα, με απαθέστατο ξύλινο, θαρρείς, πρόσωπο (Kazantz) |
- τότε δουλεύαμε απαθείς ως αδελφοί διά την θρησκεία, διά την πατρίδα (Makryg) |
- ακολουθούσαν κάρα με γυναίκες που με απαθέστατα πρόσωπα σκλήριζαν (Kazantz, adapted) |
- το καθαρό βλέμμα του απαθή γεωμέτρη (Papanoutsos) |
- ~ θεατής, απαθές ακροατήριο |
- ~ ουδετερότητα |
- καθόταν εκεί απαθέστατος |
- μας κοίταξε μια στιγμή, θαρρώ ~ (Zappas) |
- ο λαός, ο φελάχος έμενεν εντελώς ~ (Kazantz) |
- στα πενήντα φοβόμαστε, στα εξήντα τρέμομε, στα εβδομήντα είμαστε μάλλον απαθείς, στα ογδόντα αδιάφοροι (TAthanasiadis) |
- οι ειδωλολάτρες ιερείς εκήρυσσαν την αδελφοσύνη κλ, ο κόσμος όμως έμενε ~ και ασυγκίνητος (Stasinop) |
- τόσες εκδηλώσεις δεν τον αφήνουν απαθή (Peleologos) |
- το μέγα στοιχείο του ρωσικού θεάτρου, η σιωπή το απαθές πάθος, είχε αγνοηθεί (Athanasiadis-N) |
- η αδιάκοπη αστικοποίηση ολοένα πλατύτερων στρωμάτων κάνει τους πολίτες πολιτικά απαθέστερους |
- ο ~ φιλόσοφος αρκείται να εξηγήσει το αντίκρυσμα του θανάτου με το νόμο της φθοράς (Papatsonis)
- ⓐ insensitive (syn αναίσθητος, κλειστός):
- απαθείς άνθρωποι |
- είστε απαθείς απέναντι της θρησκείας (Palaiologos) |
- εγώ θα συνεχίσω, του δήλωσα, ~ στους εξορκισμούς του (Ouranis) |
- οι αλλεπάλληλες εφευρέσεις και κατακτήσεις μάς μετέτρεψαν σε δέκτες κάπως απαθείς (Thrylos) |
- παραδίνεται στη δίνη της υλικής αφθονίας και μένει ~ σε άλλους ερεθισμούς, πολιτικούς, πνευματικούς, γνήσια αισθητικούς (Peponis) |
- για τον συσχετισμό η διανοητική ζωή γίνεται μια ~ σχεδόν εξακολουθητικότητα (Moustoxydis)
- ② cool, composed, unperturbed, passionless, dispassionate (syn ατάραχος, ήρεμος, νηφάλιος):
- ο νέος γαλήνιος, ατάραχος, απαθέστατος αποκρίθηκε (Xenop) |
- μας δέχτηκε με κείνη την απαθέστατη ευγένεια που τόσο χαρακτηρίζει τους Kινέζους ή Γιαπωνέζους (Karantonis)
- ③ insensitive, callous, heartless (syn αναίσθητος):
- απαθές πρόσωπο stonewall countenance |
- poem το ξύλο αυτό δεν είναι διόλου ύλη ~, | έχει ψυχή και δείχνει τη κάθε τόσο (Papatsonis)
[fr kath ← MG απαθής 'harmless, sound; unconcerned' ← PatrG, K ← AG]
- ① unreacting, indifferent, impassive, disinterested, unconcerned, apathetic (syn αδιάφορος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απάθιαστα [apáθjasta] adv
- without physical ailment:
- poem .. εσύ ψηλά ζυγιάσου |
- | πόνα και χαίρου ~ (να η λευτεριά η μεγάλη!), | ανεμοκουβεντιάζοντας με τις κορφές του δάσου (Athanas)
[der of απάθιαστος]
- without physical ailment:



