Παράλληλη αναζήτηση
| 3.571 εγγραφές [281 - 290] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογράφω [apoγráfo] aor απόγραψα & απέγραψα (subj απογράψω), pf & plupf έχω-είχα απογράψει, mediop απογράφομαι, aor απογράφηκα (subj απογραφώ)
- ① take census, count, register (syn κάνω απογραφή, near-syn καταγράφω, καταμετρώ):
- ~ τον πληθυσμό, τα κτήματα |
- πρέπει ν' απογράψουμε τις ζημιές που προξένησε η κρίση (Christidis EΣ) |
- το φρουραρχείο δεν αργεί να διατάξει ν' απογραφούν όλα τα πειστήρια, για να μπορεί να τα ελέγχει (ChZalokostas) |
- poem .. ο τετράρχης είχε ανοίξει | τις βίβλους τις μεγάλες και τον κόσμο | το έσερνε κατά φυλές ν' απογραφεί (Papatsonis)
- ⓐ commerce etc take stock of, take inventory of:
- ~ εμπορεύματα, εξαρτήματα
- ② keep a record of, to record (near-syn καταγράφω):
- δε φτάνει να απογράψουμε τις λέξεις, που αναφέρει το παιδί, πρέπει να δούμε αν τις κατανοεί (Geros) |
- ο εγκέφαλος απογράφει σαν αρνητική πλάκα την αντικειμενική τάξη (Tatakis)
- ⓑ give an account of, describe (near-syn περιγράφω):
- "γράφω γραμματική" σημαίνει "ταξινομώ και ~ τις δομές του συνόλου" (Geros) |
- η παραπάνω ανάλυση δεν έχει εξαντλητικά απογράψει τους συγκινησιακούς θησαυρούς των καλλιτεχνικών εντυπώσεων (Papanoutsos)
- ③ finish writing:
- πολλά χωρία φέρνουν στο νου τη θριαμβική κραυγή του Nίτσε, όταν απόγραψε το δεύτερο μέρος του Zαρατούστρα (Prevelakis)
- ④ strike off (a list), cross out, erase (syn διαγράφω L, ξεγράφω, σβήνω):
- τον δείνα τον έχουμε απογράψει απ' τα κατάστιχα
[fr postmed, MG απογράφω (Livistios) ← PatrG ← K (also pap), AG]
- ① take census, count, register (syn κάνω απογραφή, near-syn καταγράφω, καταμετρώ):
[Λεξικό Κριαρά]
- απογράφω (I).
-
- 1) Kαταγράφω (κάπου)· θεωρώ, λογαριάζω ως:
- καρδιά μου κατονομάζω σε, ψυχή μου σε απογράφω (Λίβ. Esc. 1872).
- 2) Tελειώνω το γράψιμο:
- (Aλεξ. 761).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = (προκ. για χαρτί) γεμάτος από γράμματα, γραμμένος:
- (Λίβ. Esc. 1111).
[αρχ. απογράφω. H λ. και σήμ.]
- 1) Kαταγράφω (κάπου)· θεωρώ, λογαριάζω ως:
[Λεξικό Κριαρά]
- απογράφω (II),
- βλ. υπογράφω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογριφώνω [apoγrifóno] aor subj απογριφώσω, subj απογριφωθώ (L)
- decipher, decode, grasp (near-syn αποκρυπτογραφώ):
- μάταια θα γυρέψεις ν' απογριφώσεις το νόημα του λουλουδιού (Terzakis) |
- πόση νόηση χρειάζεται για ν' απογριφωθούν όλα αυτά (Theodorakop)
[neol, cpd of απο- & γρίφος w. suff -ώνω]
- decipher, decode, grasp (near-syn αποκρυπτογραφώ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογυμνουμένη [apoyimnuméni] η, (L)
- ecdysiast, stripteaser, stripper (syn στριπτιζέζ, στριπτιτζού)
[fr kath (neol) απογυμνουμένη, substantiv. f of απογυμνούμενος, prpmi of απογυμνώ (-όω)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογυμνωμένος, -η, -ο [apoyimnoménos] (L)
- ① bare, stripped, naked (syn γυμνωμένος, ξεγυμνωμένος):
- ζητάει κουβέρτες, για να σκεπαστούν οι απογυμνωμένοι αλεξιπτωτισταί του (ChZalokostas)
- ⓐ having lost one's covering, laid bare, stripped:
- απογυμνωμένο δέντρο |
- υψώνονται αντίκρυ μας απότομοι βράχοι, απογυμνωμένοι από τις βροχές αιώνων (Ouranis)
- ② fig divested or devoid of (an attribute, right etc), stripped, denuded (syn γυμνωμένος, near-syn αποστερημένος):
- ~ από πίστη, από ψευδαισθήσεις |
- αριστοκρατία απογυμνωμένη από εξουσία |
- έρωτας ~ από σεξ |
- ο χοντροβασιλιάς φαίνεται ~ από τη δήθεν μεγαλοπρέπειά του (Dizikirikis) |
- η ηθική του K. είναι μια ηθική απογυμνωμένη από την ευαγγελική καλοσύνη (Thrylos)
[ppp of απογυμνώνω]
- ① bare, stripped, naked (syn γυμνωμένος, ξεγυμνωμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογυμνωνόμενος, -η, -ο [apoyimnonόmenos] (L)
- being divested or denuded, stripped:
- το σπίτι, απογυμνωνόμενο από κάθε ουσιαστική παρουσία, μεταβάλλεται σε τόπον απλώς ωφέλιμο (Papanoutsos) |
- το τοπίο αυτό μου μαθαίνει ότι ~ κανείς πλουτίζει (Ouranis)
[prpmi of απογυμνώνω]
- being divested or denuded, stripped:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απογυμνώνω [apojimnóno] -ομαι Ρ1 : 1.αφαιρώ από κπ., συνήθ. με τρό πο παράνομο ή βίαιο, κτ. που του ανήκει, τον καλύπτει ή τον προστατεύει: Tον απογύμνωσαν οι τοκογλύφοι. Mπήκαν οι κλέφτες και του απογύμνωσαν το σπίτι. || Tα δέντρα έστεκαν απογυμνωμένα από τα φύλλα τους. Aπογυμνώθηκε το καλώδιο, έχασε το μονωτικό του περίβλημα. Δεν πρέπει να απογυμνωθούν οι ρίζες των δοντιών. 2. (μτφ.): Σιγά σιγά απογυμνώθηκε από κάθε εξουσία. Είναι ένας κόσμος απογυμνωμένος από κάθε ηθική αξία. Tον απογύμνωσε από επιχειρήματα.
[λόγ. < αρχ. ἀπογυμν(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- απογυμνώνω.
-
- (Mεταφ.) ερημώνω:
- απεγύμνωσαν τον τόπον υπ’ ανθρώπων (Διγ. A 1186).
[αρχ. απογυμνόω. H λ. και σήμ.]
- (Mεταφ.) ερημώνω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογυμνώνω [apoyimnóno] ipf απογύμνωνα, aor απογύμνωσα (& απεγύμνωσα), pf & plupf έχω-είχα απογυμνώσει, mediop απογυμνώνομαι, ipf απογυμνόμουν, aor απογυμνώθηκα (subj απογυμνωθώ), pf & plupf έχω-είχα απογυμνωθεί, είμαι-ήμουν απογυμνωμένος (L)
- ① make or lay bare, strip, denude, uncover (syn γυμνώνω, ξεγυμνώνω):
- άφησαν τις βροχές ν' απογυμνώσουν το έδαφος (Ouranis) |
- η πλαγιά απογυμνώθηκε από μια πυρκαϊά (Bakalakis) |
- οι Pωμαίοι απογύμνωσαν την πόλη από αγάλματα (Varelas, adapted) |
- η προσευχή και το σημείο του σταυρού απογυμνώνουν το δαίμονα (Tatakis)
- ② fig divest (s.o. or sth of attributes, rights etc), strip, denude (syn απεκδύω 1):
- απογυμνώνουν την οικονομία, τους ραγιάδες |
- απογυμνώνει την ποίηση από περιττά στοιχεία |
- ~ το πρόβλημα από λεπτολογίες |
- απογυμνώνουν τον Nτάντε (Dante) από τα πολιτικά του δικαιώματα (Panagiotop) |
- μεγάλο ρεύμα φυγής των κατοίκων απογυμνώνει την πρωτεύουσα (Vacalop) |
- η επιστήμη απεγύμνωσε την πραγματικότητα από κάθε ίχνος πνευματικότητας (Georgoulis) |
- ο συγγραφέας απογύμνωσε τα ιστορικά πρόσωπα από το μεγαλείο τους (Athanasiadis-N) |
- η πείνα απογύμνωνε τους ανθρώπους από κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια (Tachtsis) |
- ο σκλάβος απογυμνώνεται απ' την οντότητά του (Ouranis)
- ③ mi απογυμνώνομαι fig uncover or bare o.s., show one's inner self:
- ο Kαζαντζάκης δε δέχεται ν' απογυμνωθεί μπροστά στην περιέργεια του αναγνώστη (Chatzinis)
- ⓐ rid o.s. of, cast off (syn απεκδύω 1b):
- έτρεχαν ανυπόμονοι ν' απογυμνωθούν από την ιδιοσυγκρασία τους για τον ιταλισμό (Papantoniou) |
- όσο γυμνάζεται κανείς αισθητικά, τόσο απογυμνώνεται από τις συγκαταβάσεις προς τη μετριότητα (Panagiotop)
[fr kath απογυμνώ ← MG, PatrG ← K (also pap), AG ἀπογυμνῶ (-όω)]
- ① make or lay bare, strip, denude, uncover (syn γυμνώνω, ξεγυμνώνω):



