Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόστα
72 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
απόστα (I), επίρρ.
  • Eπίτηδες:
    • εφέραν την μαρτυρίαν απόστα (Aσσίζ. 1017).

[<ιταλ. a posta. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
απόστα (II), σύνδ.,
βλ. αφόντας.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόσταγμα το [apóstaγma] Ο49 : 1.προϊόν της απόσταξης: ~ κρασιού, κονιάκ. ~ αρωματικών φυτών, τα αιθέρια έλαια των φυτών. 2. (μτφ.) ό,τι περιέχει το βαθύτερο νόημα, ό,τι συμπυκνώνει την ουσία μιας πνευματικής δημιουργίας: Οι παροιμίες είναι το ~ της λαϊκής σοφίας. Πολύτιμα συγγράμματα που είναι ~ μελέτης πολλών ετών.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόσταγμα `κτ. που στάζει σε σταγόνες΄ κατά τη σημ. της λ. απόσταξη & σημδ. γαλλ. distillat]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόσταγμα [apóstaγma] το, (L)
  • ① chem, pharm distillation, distillate, extract, extractive, essence (syn εκχύλισμα):
    • ~ λουλουδιών attar |
    • ~ οίνου aqua vitae; any of several distillates of wine as brandy, ouzo, raki |
    • ούτε καν για παράδειγμα, ~ βανίλιας ή χάπια για το λαιμό |
    • όταν το σιρόπι δέσει, προσθέτετε μισό ποτήρι καφέ (το ~) πολύ δυνατό |
    • από τις θυρίδες των πρατηρίων της εδιάβαιναν .. ο ζαχαροπλάστης, ο μυροπώλης, ο φίλος του μύρου, να εξασφαλίσουν λίγο ~ (Melas) |
    • τα περισσότερα μικροκαταστήματα πουλούσαν τα δυνατά εκείνα πανάκριβα και πηχτά σαν το λάδι ανατολίτικα αποστάγματα αρωμάτων που μια σταγόνα τους είναι αρκετή για να σας ευωδιάσει ολόκληρο (Ouranis) |
    • poem ποιο ~ να βρίσκεται από βότανα | γητεύματος ..|.. κατά τες συνταγές | αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων καμωμένο (Kavafis) |
    • της πνοής σου εκείνο τ' άρωμα ..|.. σαν απόσταγμ' από ρόδο κι από κρίνο | κι από μπελαντόνα είναι μαζί (Malakasis)
  • ② fig essence, concentrate, distillate:
    • ~ μελέτης, αρετής, γνώμης, πολιτισμού, τέχνης |
    • γράψιμο, ~ στοχασμών |
    • στις σελίδες του σαν σε ~ από πείρα ζωής πραγματεύεται θέματα που τον απασχόλησαν σε όλη του τη ζωή (Giakos) |
    • ~ μιας ομιλίας που μεταφέρουμε με ατομική μας ευθύνη .. είναι οι γραμμές που ακολουθούν (Palaiologos) |
    • αισθάνεται το καλλιτέχνημα σαν ~ ζωής, εμπειρίας, σοφίας και μορφοπλαστικής ιδιοφυΐας (Panagiotop) |
    • στο τέλος καταστάλαξε κι απόμεινε να ξεψαχνίζει ένα θέμα που βγήκε στη μέση σαν ~ |
    • από τόσα παράξενα κι ανόμοια πράγματα βγαίνει αυτό το "καθαρό ~" του λόγου που το λέμε ποίηση (Karantonis) |
    • έβλεπε κάθε άλλη αξία και ιδέα να οδηγεί πάλι στην Eλλάδα που γι' αυτόν ήταν το ~ της ανθρωπιάς (Michelis)

[fr postmed (Somavera) ← MG απόσταγμα, der of αποστάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσταγματικός, -ή, -ό [apostaγmatikós]
  • distilled, specialized:
    • η ποίησή μας .. δεν κατάφερε να γίνει προσιτότερη στο κοινόν, είναι αναμφισβήτητα μια ποίηση αποσταγματική για τους ειδικά προετοιμασμένους (Chatzinis)

[fr kath αποσταγματικός, der of απόσταγμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσταγματοποιείο [apostaγmatopiío] το,
  • distill house, distillery (syn αποστακτήριο 2, ποτοποιείο)

[der of απόσταγμα w. -ποιείον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσταγμένος s. απεσταγμένος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστάζω [apostázo] -ομαι Ρ αόρ. απέσταξα και απόσταξα, απαρέμφ. αποστάξει, αόρ. αποστάχθηκα, απαρέμφ. αποσταχθεί, μππ. αποσταγμένος και απεσταγμένος* : κάνω απόσταξη: ~ το νερό για να το απαλλάξω από τις στερεές ουσίες που βρίσκονται μέσα σε αυτό. Aποσταγμένο νερό. Tα άνθη των αρωματικών φυτών, όταν αποστάζονται, δίνουν τα αιθέρια έλαια.

[λόγ. < αρχ. ἀποστάζω `στάζω σε σταγόνες΄ κατά τη σημ. της λ. απόσταξη & σημδ. γαλλ. distiller]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστάζω [apostázo] ipf απόσταζα, απόσταξα (subj αποστάξω), pf & plupf έχω-είχα αποστάξει (L)
  • ① let fall in drops, drip, trickle, drop (syn αποσταλάζω 1, στάζω):
    • οι ατελεύτητες βιαιότητες του εικοστού αιώνα, η αστρονομική αύξηση των χεριών που αποστάζουν αίμα .. έχουν μεταμορφώσει και τον αναγνώστη σ' ένα διψασμένο και πεινασμένο πλάσμα (Panagiotop) |
    • ο στίχος του Σολωμού αποστάζει, καθώς το γεμάτο σφουγγάρι, λυρική ουσία (id.)
  • ⓐ obtain by or subject to distillation, distill (syn διυλίζω):
    • το αποστάζουν και δεύτερη φορά αφού προσθέσουν μέσα, όταν το βάζουν να ξαναβράσει, γλυκάνισο, αλάτι και λίγα κάρβουνα με κρεμμύδια (Tzartzanos) |
    • κάθε φορά τη Λαμπρή προσπαθώ .. ν' ~ την ποίηση μέσα μου καθώς πολύτιμο μυρωδικό (Panagiotop)
  • ② fig give out, ooze w., exude (near-syn αποπνέω 2, βγάζω, στάζω):
    • είν' ένα διήγημα που αποστάζει, απ' όπου κι αν το πιάσεις, ανθρωπιά και συμπόνια (Panagiotop) |
    • μέσα στο πνεύμα τους ενεδρεύει ο παραλογισμός και η ψυχή τους αποστάζει σκοτάδι (id.) |
    • οι γυναίκες της ανατολής .. με τα ηδυπαθή μάτια και το κάτι εκείνο το πολύ μελωμένο που αποστάζουν και που φέρνει ένα πλατάγισμα γλώσσας σε κείνους που τις κοιτάζουν (Ouranis) |
    • poem όσοι για πάντα φεύγουν, αποστάζουν θάνατο πριν κινήσουν (Apostolidis)
  • ⓑ instill, infuse (syn ενσταλάζω):
    • η Γαλλία .. αποστάζει στην ύπαρξή της, για μια νέα φορά, την ουσία του καιρού (Panagiotop) |
    • οι πιο αντιπροσωπευτικοί συγγραφείς μας, και προπαντός οι ποιητές μας .. "απόσταξαν" στο έργο τους και μια ιδεώδη Eλλάδα (Karantonis)
  • ③ put forth in condensed form, capture the essence of, distill (near-syn συγκεντρώνω):
    • πίσω από τις αράδες της Γνωσιολογίας ψαύει κανένας τη βασανισμένη πείρα .. που επισωρεύτηκε και που την έχουν αποστάξει (Terzakis) |
    • ο Tαγκόρ αποστάζει σε σύντομες, υποβλητικές και παραστατικές φράσεις την ευγένεια .. και την ωραιοπάθεια του ινδικού ποιητικού λόγου (Panagiotop) |
    • είναι όμως καταπληκτική και η συνθετική δύναμή του, η δεξιότητα με την οποία έχει μαζέψει ένα τεράστιο υλικό .. το εφιλοσόφησε και το απόσταξε σε αφορισμούς (Athanasiadis-N)

[fr postmed (Somavera) αποστάζω ← K, AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσταθεροποίηση η [apostaθeropíisi] Ο33 : η ενέργεια του αποσταθεροποιώ και η κατάσταση που προκύπτει από την ενέργεια αυτή. ANT σταθεροποίηση: Aνατρεπτικά στοιχεία επιδιώκουν την ~ του δημοκρατικού πολιτεύματος.

[λόγ. αποσταθεροποιη- (αποσταθεροποιώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες