Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απτικός -ή -ό [aptikós] Ε1 : (φυσιολ.) που έχει σχέση με την αίσθηση της αφής: Aπτικά χωρία, αισθητήρια που βρίσκονται στο δέρμα και όπου καταλήγουν τα ειδικά για την αίσθηση της αφής νεύρα.

[λόγ. < αρχ. ἁπτικός `ευαίσθητος στην αφή΄ σημδ. γαλλ. tactile]

[Λεξικό Γεωργακά]
απτικός, -ή, -ό [aptikós] (L)
  • of, affecting, or pertaining to the sense of touch, tactual, tactile:
    • απτική αντίληψη, δημιουργία, εντύπωση, ικανότητα |
    • απτικό αίσθημα |
    • απτικά αισθητήρια όργανα |
    • απτικά σωμάτια anat tactile nerve endings, tactile corpuscles |
    • τονίζει περισσότερο τις απτικές αξίες της φόρμας (Karouzos) |
    • τα αντικείμενα αποδίδονται με τον απτικό χαρακτήρα τους, έχουν πλαστικότητα (Papanoutsos) |
    • δείχνεται άνθρωπος προικισμένος με άφθονες απτικές κεραίες (Panagiotop)

[fr kath απτικός ← LK, AG ἁπτικός 'able to come into contact with; of touch']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go