Παράλληλη αναζήτηση
| 3.571 εγγραφές [3451 - 3460] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχουντοποίηση η [apoxundopíisi] Ο33 : η απομάκρυνση των συνεργών και των υποστηρικτών της χούντας (της στρατιωτικής δικτατορίας) από τον κρατικό μηχανισμό και από τις δημόσιες υπηρεσίες: H ~ ξεκίνησε αμέσως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974.
[λόγ. απο- χούντ(α) -ο- + -ποίηση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχουντοποίηση [apoxundopíisi] η, (L)
- abolition of, or liberation fr, the policies, control etc of a junta:
- ζωντανή ~ |
- διάφοροι είχαν υπογράψει διακήρυξη για την ~ του προαστίου
[fr kath (neol) αποχουντοποίησις, der of *αποχουντοποιώ or cpd w. *χουντοποίησις; cf αποφασιστοποίησις fr *αποφασιστοποιώ]
- abolition of, or liberation fr, the policies, control etc of a junta:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόχρεμμα [apόxrema] το, (L) med
- viscid mucus secreted in the respiratory passages and discharged through the mouth, phlegm (syn ρόχαλο, φλέμα)
[fr kath απόχρεμμα ← AG]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχρεμπτικό [apoxremptikό] το, (L)
- expectorant
[substantiv. n. of αποχρεμπτικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποχρεμπτικός -ή -ό [apoxremptikós] Ε1 : που διευκολύνει την απόχρεμψη: Aποχρεμπτικό φάρμακο / σιρόπι και ως ουσ. το αποχρεμπτικό.
[λόγ. < αρχ. ἀποχρέμπτ(ομαι) `κάνω απόχρεμψη΄ -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχρεμπτικός, -ή, -ό [apoxremptikós] (L) med
- expectorant:
- αποχρεμπτικό φάρμακο expectorant, cough medicine |
- αποχρεμπτικό ρόφημα
[fr kath αποχρεμπτικός]
- expectorant:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχρέμπτομαι [apoxrémptome]
- expectorate
[fr kath αποχρέμπτομαι ← AG]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόχρεμψη η [apóxrempsi] Ο33 : η αποβολή με το βήχα των διάφορων εκκρίσεων από τους βρόγχους και από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα.
[λόγ. < αρχ. ἀπόχρεμψις (-σις > -ση)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόχρεμψη [apόxrempsi] η, (& απόχρεψη) (L) med
- expectoration ~ πτυέλων και πύου:
- αύξηση της απόχρεμψης |
- ναρκωτικές ουσίες εμποδίζουν την ~ |
- η ακμή της προσπάθειας του οργανισμού προς απομάκρυνση των βλαβερών στοιχείων από το σώμα λέγεται κρίση και γίνεται με την απόχρεψη, τον ιδρώτα και τα ούρα (Katsigra)
[fr kath απόχρεμψις ← AG]
- expectoration ~ πτυέλων και πύου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχριστιανισμός [apoxristjanizmós] ο,
- the process of dechristianizing, dechristianization (ant εκχριστιανισμός):
- στον αποχριστιανισμό της Eυρώπης, συνέβαλαν η Aναγέννηση, η Mεταρρύθμιση και η Γαλλική Eπανάσταση (Panagiotop)
[der of αποχριστιανίζω 'I dechristianize' w. suff -μός]
- the process of dechristianizing, dechristianization (ant εκχριστιανισμός):



