Παράλληλη αναζήτηση
| 3.571 εγγραφές [3301 - 3310] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποφορίζομαι,
- βλ. απαφορίζομαι.
[Λεξικό Κριαρά]
- αποφορτίζομαι.
-
- Aποθέτω το βάρος, ξεφορτώνομαι:
- αυτός της επιτροπής τον φόρτον αποφορτίζεται (Δούκ. 433).
[μτγν. αποφορτίζομαι]
- Aποθέτω το βάρος, ξεφορτώνομαι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποφορτίζω [apofortízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT φορτίζω. 1. (τεχν.) αφαιρώ το ηλεκτρικό φορτίο· εκφορτίζω: Aποφορτίστηκε η μπαταρία. 2. (μτφ.) μειώνω ή εξαλείφω τη συναισθηματική ένταση: H ατμόσφαιρα αποφορτίστηκε χάρη στη διαλλακτικότητα που έδειξαν και οι δύο πλευρές, εκτονώθηκε.
[λόγ. < ελνστ. ἀποφορτίζω `ρίχνω το φορτίο΄ σημδ. γαλλ. décharger (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφορτίζω [apofortízo] mi αποφορτίζομαι, aor subj αποφορτισθώ (L)
- ① electr reduce the amount of electricity, discharge (ant φορτίζω):
- ~ τους συσσωρευτές
- ② mi αποφορτίζομαι fig unburden o.s., get rid of (near-syn απαλλάσσομαι, ξαλαφρώνω, ξεφορτώνομαι):
- η I. T. πασχίζει ν' αποφορτισθεί από ένα βαρύ συναισθηματικό φορτίο
[fr kath αποφορτίζω ← MG, PatrG ← LK ἀποφορτίζομαι]
- ① electr reduce the amount of electricity, discharge (ant φορτίζω):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποφόρτιση η [apofórtisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφορτίζω. 1. (τεχν.) αφαίρεση ή απώλεια ηλεκτρικού φορτίου· εκφόρτιση. 2. (μτφ.) μείωση ή εξάλειψη της συναισθηματικής έντασης.
[λόγ. αποφορτι- (αποφορτίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. déchargement (στη σημ. 1)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποφορτώνω· αποφορτώννω.
-
- 1) Aπαλλάσσω από το φορτίο, ξεφορτώνω:
- αποφορτώσαν τ’ αμάξια (Mαχ. 4423).
- 2) (Προκ. για αφαίμαξη) ελαττώνοντας ελαφρύνω:
- αποφορτώνει το αίμα (ενν. το να φλεβοτομεί ο άνθρωπος) και ελαφρώνει (Σταφ., Iατροσ. 15411).
[παλαιότ. αποφορτόω (5. αι., DGE) <πρόθ. από + φορτόω. H λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aπαλλάσσω από το φορτίο, ξεφορτώνω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφορτώνω [apofortόno] aor αποφόρτωσα, region. (Pelop, Aegean)
- ① remove the load fr sth, unload, unburden (syn εκφορτώνω L, ξεφορτώνω):
- ~ το γαϊδούρι, το πλοίο |
- στις ελαιογραφίες της κατορθώνει να αποφορτώνει τα αντικείμενα από το βάρος της ύλης (Vakalo)
- ② finish loading:
- αποφορτώσανε τα καπνά στο τρένο
[fr postmed (Somavera), MG αποφορτώνω, cpd w. φορτώνω]
- ① remove the load fr sth, unload, unburden (syn εκφορτώνω L, ξεφορτώνω):
[Λεξικό Κριαρά]
- αποφουμίζω.
-
- Διασύρω, δυσφημώ:
- ουδέ γενεάς εντρέπεται να πα ν’ αποφουμίσει (Σαχλ. A´ PM 272).
[<αποφημίζω (13.-14. αι., LBG). Άσχ. το νεότ. κρητ. αποφουμίζω (IΛ, λ. αποθυμίζω)]
- Διασύρω, δυσφημώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- αποφουμιστής ο.
-
- Αυτός που δυσφημεί, που κακολογεί, καταλαλητής:
- πάρδον και λεοντόπαρδον, τους αποφουμιστάδες (Διήγ. παιδ. 22).
[<αόρ. του αποφουμίζω + κατάλ. ‑τής]
- Αυτός που δυσφημεί, που κακολογεί, καταλαλητής:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφουρνίζω [apofurnízo] aor αποφούρνισα
- finish baking:
- αποφούρνισε τα ψωμιά
[cpd w. φουρνίζω]
- finish baking:



