Παράλληλη αναζήτηση
| 3.571 εγγραφές [3151 - 3160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυχημένα [apoti] adv
- unsuccessfully (ant επιτυχημένα):
- το χέρι είναι λίγο αδέξια ή ~ σχεδιασμένο (Bakalakis) |
- κάνει τόσο ~ τον έξυπνο (KPapa)
[der of αποτυχημένος2]
- unsuccessfully (ant επιτυχημένα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυχημένο [apoti] το, (L)
- lack of success, failure (syn αποτυχία):
- το ~ του πράγματος θα περίμενε κανείς να γεννήσει σκέψεις
[substantiv. n of αποτυχημένος2]
- lack of success, failure (syn αποτυχία):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυχημένος1 [apoti] ο, (& αποτυχεμένος) αποτυχημένη [apoti
- person who has failed (in life), failure (syn ρατές):
- ~ της ζωής |
- ανάμεσα στους πολλούς που τρέχανε σιμά του, μπερδεύτηκαν και οι καιροσκόποι, οι κατεργαραίοι, οι αποτυχημένοι (Bastias) |
- αυτούς τους γκρινιάρηδες να τους υποψιάζεσαι πάντα, είναι οι αποτυχεμένοι (Panagiotop) |
- ανακαλύπτω πως δεν είμαι ικανή για τίποτε, ότι είμαι μια αποτυχημένη (Stratou)
[substantiv. m of αποτυχημένος2]
- person who has failed (in life), failure (syn ρατές):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυχημένος2, -η, -ο [apoti] (& αποτυχεμένος)
- unsuccessful, failed (syn αποτυχών2 L, ant επιτυχημένος L, πετυχημένος):
- ~ δικηγόρος, καθηγητής, καλλιτέχνης, στρατιωτικός, υπουργός |
- αποτυχημένη απάτη, δοκιμή, επανάσταση, επίθεση, μετάφραση, υπόθεση |
- αποτυχημένο μυθιστόρημα, ξεκίνημα, πείραμα, τέχνασμα |
- αποτυχημένη θεατρική παράσταση |
- αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις |
- το διαζύγιο θα πρέπει να προτιμάται από έναν αποτυχημένο γάμο |
- εδικάζονταν εκείνοι που είχαν οργανώσει την αποτυχημένη απόπειρα εναντίον του Xίτλερ |
- έργο που δεν αρέσει ούτε στους λίγους ούτε στους πολλούς ορισμένως είν' αποτυχημένο (Xenop) |
- σα σύνολο ο πίνακας ήταν αποτυχεμένος (Sfakianakis)
[ppp of αποτυχαίνω]
- unsuccessful, failed (syn αποτυχών2 L, ant επιτυχημένος L, πετυχημένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτυχία η [apotixía] Ο25 : ενέργεια που δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα, την επιθυμητή έκβαση. ANT επιτυχία: H ~ του στις εξετάσεις / στις εκλογές ήταν μεγάλη / παταγώδης. H ~ του να εκλεγεί βουλευτής τον έκανε να αποσυρθεί από την πολιτική. H ~ της επίθεσης ήταν ολοκληρωτική. H προσπάθειά του κατέληξε σε πλήρη ~. H ~ ενός σχεδίου / στόχου. Είχε / δοκίμασε πολλές αποτυχίες στη ζωή του, πολλές προσπάθειες, πολλοί στόχοι του απέτυχαν. || για κτ. που δεν έχει γίνει σωστά, που έχει ατέλειες και λάθη: H παράσταση / η γιορτή / η διάλεξη ήταν σωστή / τέλεια / σκέτη ~. Mεγάλη ~ αυτό το παλτό. H αγορά αυτού του οικοπέδου ήταν ~.
[λόγ. < αρχ. ἀποτυχία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποτυχία η· αποτυχιά.
-
- 1) Tο να μην πετυχαίνει κανείς, ατυχία:
- (Aιτωλ., Mύθ. 1313).
- 2) Kακή, δυσμενής τύχη:
- (Θησ. Δ´ [845]).
[αρχ. ουσ. αποτυχία. H λ. και σήμ.]
- 1) Tο να μην πετυχαίνει κανείς, ατυχία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυχία [apoti] η,
- lack of success, setback, failure, flop, fiasco (syn αστοχιά, τζίφος, φιάσκο, ant επιτυχία):
- παταγώδης, πλήρης, τέλεια ~ |
- milit~ βολής misfire |
- ~ στο γάμο, στις εκλογές |
- ~ στις εξετάσεις (near-syn απόρριψη L) |
- η παράσταση ήταν ~ |
- οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε ~ |
- μια καλή ~ μπορεί να δικαιολογηθεί, ποτέ όμως να επαινεθεί (Athanasiadis-N) |
- η κριτική μας έχει πάθει ένα είδος διαστροφής, προτιμάει τις αποτυχίες (id.) |
- και οι αποτυχίες διδάσκουν (KPapa)
[fr postmed αποτυχία ← MG, PatrG ← K, AG]
- lack of success, setback, failure, flop, fiasco (syn αστοχιά, τζίφος, φιάσκο, ant επιτυχία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποτυχών -ούσα -όν [apotixón] Ε12α : (λόγ.) για κπ. ή για κτ. που έχει αποτύχει. ANT επιτυχών: ~ υποψήφιος βουλευτής / φοιτητής. Aποτυχούσες απόπειρες, αποτυχημένες. || (ως ουσ.) ο αποτυχών, θηλ. αποτυχούσα: Οι αποτυχόντες θα έχουν την ευκαιρία να δώσουν εξετάσεις και του χρόνου.
[λόγ. < αρχ. ἀποτυχών μτχ. αορ. του ἀποτυγχάνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυχών1 [apotixón] ο, (L)
- person who failed in examinations (ant επιτυχών):
- εάν ο μαθητής δεν έχει προαχθεί, το όνομά του βρίσκεται στον πίνακα των αποτυχόντων (Papanoutsos)
[fr kath ο αποτυχών, substantiv. m of αποτυχών, aor pt of αποτυγχάνω]
- person who failed in examinations (ant επιτυχών):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποτυχών2, -ούσα, -όν [apotixón] (L)
- unsuccessful, failed, abortive (syn αποτυχημένος2):
- αποτυχούσα προσπάθεια |
- το αποτυχόν κίνημα δεν εθεωρείτο σφάλμα θανάσιμο (Karagatsis) |
- είχαν λάβει μέρος στην αποτυχούσα εξέγερση κατά του τυράννου (Varelas)
[fr kath αποτυχών, aor pt of αποτυγχάνω]
- unsuccessful, failed, abortive (syn αποτυχημένος2):



