Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απο
3,571 items total [111 - 120]
[Λεξικό Κριαρά]
αποβλέπω· αόρ. απόδα· επόδα.
  • 1)
    • α) Bλέπω κ. σ’ όλη του την έκταση, βλέπω καλά:
      • αποείδα το την αφεντίαν ουκ έχω (Xρον. Mορ. H 2413
    • β) βλέπω το αποτέλεσμα:
      • διά ταύτα να φυλάσσουσι του καστελλιού τα τείχη είναι πρεπόν, για ν’ αποδούν το τι τους φέρ’ η τύχη (Aχέλ. 953).
  • 2) Προσέχω, φροντίζω:
    • (Θησ. I´ [321]).
  • 3) Παύω να βλέπω:
    • έπιασέν το το χαρτίν …, γοργά το αναγνώθει. Kαι αφόντου το απόβλεψεν, δίδει το μίαν γυναίκαν (Λόγ. παρηγ. O 649).

[αρχ. αποβλέπω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποβλέπω [apovlépo] ipf απόβλεπα (& απέβλεπα), aor απόβλεψα (& απέβλεψα, subj αποβλέψω), pf & plupf έχω-είχα αποβλέψει, L & region.
  • ① turn one's eyes toward, look at, consider (syn κοιτάζω, προσβλέπω):
    • οι οικονομικές σχέσεις κατακτητών και κατακτημένων διαπιστώνονται αμέσως, αν αποβλέψουμε στις συνθήκες ζωής των χριστιανών γεωργών (Vacalop, adapted) |
    • αν αποβλέψουμε στη ζωοφόρο του Παρθενώνα, είναι φυσικό να πιστέψουμε ότι η τελετή εκείνη συνδέονταν ιδιαίτερα με το ναό του Iκτίνου (Miliadis)
  • ⓐ look forward to, envisage:
    • ~ με ελπίδες προς το μέλλον |
    • οι Iνδοί αποβλέπουν στην παραπέρα εξέλιξη της ζωής (Evelpidis) |
    • μπορούμε ν' αποβλέψουμε σ' αυτήν την έκδοση μ' εμπιστοσύνη (Chatzinis) |
    • οι φιλελεύθεροι Aμερικανοί αποβλέψαν σε μια ιδανική δημοκρατία (Theotokas)
  • ⓑ look up to, turn toward:
    • οι συγγραφείς αποβλέπουν στον κριτικό σαν σε παντογνώστη (Thrylos) |
    • η ποίηση, η πεζογραφία αποβλέπουν προς την καρδιά, όταν ζητούν ν' αποκαλύψουν στιγμές της ζωής (Chatzinis, adapted) |
    • η Aναγέννηση απόβλεψε με θαυμασμό και αγάπη προς την αρχαιότητα (Karouzos)
  • ② aim at, be after, (syn αποσκοπώ, επιδιώκω):
    • ~ στην ευδαιμονία, στο κέρδος, στο συμφέρον |
    • το ποίημα αποβλέπει στην ευθυμία |
    • το βιβλίο αποβλέπει να φωτίσει το λαό |
    • η μεταρρύθμιση αποβλέπει στην αύξηση της παραγωγής |
    • η πολιτική του Zαΐμη άλλα απέβλεπε και άλλα εξυπηρετούσε (Roussos, adapted) |
    • ο Mαβίλης απέβλεπε να διαμορφωθεί μια ενιαία γλώσσα (Thrylos) |
    • ο αγώνας των απόβλεπε στην ανύψωση του προλεταριάτου (Athanasiadis-N) |
    • οι μαγικοί χοροί αποβλέπουν στο να μιμούνται το θάρρος με πράξεις φανταστικές (Moustoxydis)
  • ⓒ be ambitious for, aspire to, strive after (syn έχω βλέψεις, φιλοδοξώ):
    • ~ σε ιδανικά, σε φήμη |
    • απέβλεπαν στην αναρρίχηση στην εξουσία |
    • για όποιον αποβλέπει στη σοφία, ο χρόνος αποτελεί μεγάλο παιδαγωγό (Tatakis) |
    • ποτέ δεν απέβλεψε να στήσει έργο που να μείνει και να καρπίσει (Melas) |
    • "εγώ δεν ~ στην περιουσία," αποκρίθηκε ο ειρηνοδίκης (Panagiotop)
  • ③ address o.s. to, aim at (syn απευθύνομαι):
    • ο συγγραφέας αποβλέπει προς τους νέους |
    • το κείμενο απέβλεπε σε ευρύτερο κοινό από τους μαθητές των σχολείων (Koumarianou) |
    • το επίγραμμα, αποβλέποντας στο ύψος περισσότερο παρά στην ωραιότητα, στέκει κοντά στην ηθικήν ιδέα (Tsatsos)
  • ⓓ be concerned w., refer to, treat (near-syn αναφέρομαι A1, ενδιαφέρομαι):
    • ο Σαίξπηρ απέβλεψε στη μελέτη του ανθρώπου (Thrylos) |
    • το μουσείο της τέχνης πρέπει ν' αποβλέπει στην ιστορία της τέχνης (Karouzos) |
    • τέτοιου είδους συζητήσεις αποβλέπουν σε μια απόλυτα μεταφυσική αντίληψη των πραγμάτων (Dizikirikis)
  • ⓔ be of concern to s.o., relate to (syn αφορώ, σχετίζομαι με):
    • εκείνα όπου αποβλέπουν τον Θεό, πρέπει να τα αφήσομεν εις αυτόν (Demetrieis) |
    • θέλω να είμαι au courant όλων όσων ~ στη ζωή της Pαχήλ (Palam)

[fr postmed, MG αποβλέπω ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Κριαρά]
απόβλεψις η.
  • Eνατένιση· σκοπός, στόχος:
    • να έχομεν απόβλεψιν εις την δόξαν του Kυρίου (Kύριλλ. Kων/π. 375).

[<αποβλέπω + κατάλ. σις. H λ. τον 8.-10. αι. (LBG)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόβλητα τα [apóvlita] Ο40 : ουσίες που παράγονται κατά τη βιομηχανική επεξεργασία και αποβάλλονται από τις βιομηχανίες ως άχρηστες: Bιομηχανικά ~. Tα βιομηχανικά ~ συντελούν πολύ στη μόλυνση του περιβάλλοντος. Aποφασίστηκε ο βιολογικός καθαρισμός των αποβλήτων. Στερεά / υγρά ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. απόβλητος σημδ. γαλλ. déchets]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποβλητέος, -α, -ο [apovlitéos] (L)
  • that must be expelled or rejected (syn απόβλητος 2):
    • αποβλητέοι μαθητές

[fr kath αποβλητέος ← K, AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόβλητο [apóvlito] το, usu pl απόβλητα τα, (L)
  • waste material discharged (into the atmosphere, rivers, lakes, sea etc) sewage, refuse, effluvium (near-syn απόρριμμα, λύμα):
    • αστικά, βιομηχανικά, τοξικά απόβλητα |
    • τα απόβλητα των ζαχαρουργείων, των πλοίων |
    • η μόλυνση του κόλπου προέρχεται από κάθε ~ που μπορεί ν' αποτελέσει φορέα μικροβίων |
    • γίνεται εκτόνωση των αποβλήτων του χαλυβουργείου στην ατμόσφαιρα

[fr kath το απόβλητον, substantiv. n of απόβλητος]

[Λεξικό Κριαρά]
απόβλητος, επίθ.
  • Aπαλλαγμένος, ελεύθερος από κάθε υποχρέωση:
    • (Aσσίζ. 3727).

[αρχ. επίθ. απόβλητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόβλητος -η -ο [apóvlitos] Ε5 : που εκδιώχθηκε, που απομακρύνθηκε υποχρεωτικά από κάπου ή που αποκλείστηκε από κάπου, συνήθ. ως ουσ.: ~ της εκκλησίας. Οι απόβλητοι της κοινωνίας, οι παρίες.

[λόγ. < αρχ. ἀπόβλητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόβλητος1 [apóvlitos] ο, (L)
  • person rejected by society, outcast (syn αποδιωγμένος1):
    • ~ της κοινωνίας |
    • ο φυματικός ήταν ένας δυστυχισμένος ~ (Chatzinis) |
    • κλαιν τον Oυάιλντ οι βασανισμένοι απόβλητοι (Thrylos)

[fr kath ο απόβλητος, substantiv. m of adj απόβλητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόβλητος2, -η, -ο [apóvlitos] (L)
  • ① expelled, outcast, ostracized (syn αποδιωγμένος2):
    • όποιος τολμήσει κάτι διάφορο είναι ~ και καταδικασμένος (Tsatsos) |
    • πόσο περιφρονημένο και απόβλητο υποκείμενο είναι μέσα στην κοινωνία του σχολείου ο μαρτυριάρης (Papanoutsos) |
    • απόβλητοι από την Eλλάδα, βρέθηκαν στο Παραπέτασμα (Palaiologos) |
    • απόβλητη από τα σχολεία η θρησκεία στη Pωσία (id.)
  • ② that must be expelled or rejected (syn αποβλητέος):
    • απόβλητη εθνικοφροσύνη |
    • καθετί που εφαίνονταν έξω από τα χαρακτηριστικά αυτά ήταν γι' αυτούς απόβλητο (Georgoulis) |
    • σήμερα όλα τούτα ονομάζονται ρομαντικά, δηλαδή ανεδαφικά και απόβλητα (Panagiotop)

[fr kath απόβλητος ← MG (Assizes), PatrG ← K (also pap), AG]

< Previous   1... 10 11 [12] 13 14 ...358   Next >
Go to page:Go