Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποχτενίζω [apoxtenízo] aor αποχτένισα (subj αποχτενίσω), mi αποχτενίζομαι, aor αποχτενίστηκα (subj αποχτενιστώ)
- ① finish combing s.o.'s hair:
- στάσου να σ' αποχτενίσω
- ② mi αποχτενίζομαι finish combing one's own hair:
- περίμενε ν' αποχτενιστώ κ' έρχομαι
[cpd w. χτενίζω]
- ① finish combing s.o.'s hair:



