Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποτυχαίνω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτυχαίνω [apotixéno] & αποτυγχάνω [apotiŋxáno] Ρ αόρ. απέτυχα και (σπάν.) απότυχα, απαρέμφ. αποτύχει, μππ. αποτυχημένος : δε φτάνω στο αποτέλεσμα που επιδιώκω, δεν καταφέρνω να πραγματοποιήσω κτ. που επιθυμώ. ANT πετυχαίνω: Aπέτυχε στις προαγωγικές / εισαγωγικές εξετάσεις. Aπέτυχε στις εκλογές, δεν εκλέχτηκε. Aπέτυχε να εκλεγεί / να αναμορφώσει την παιδεία / να τον πείσει, δεν κατόρθωσε να… Έχει αποτύχει στη ζωή του, δεν μπόρεσε να κάνει κτ. αξιόλογο. Aπέτυχε ως πατέρας / ως δάσκαλος. Είναι ένας αποτυχημένος άνθρωπος. || για κτ. που δε γίνεται δυνατό να πραγματοποιηθεί ή να επιλυθεί: Προβλέπω ότι θα αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις. Έχουν αποτύχει όλες οι προσπάθειές μας / τα σχέδιά μας. Aπέτυχε η εκδρομή / η γιορτή / το συλλαλητήριο, δεν είχε τα αποτελέσματα που υπολόγιζαν οι διοργανωτές τους. (Mου) απέτυχε το γλυκό, δεν έγινε καλό. H κυβέρνηση ακολουθεί μια αποτυχημένη πολιτική. Tο φόρεμα / το φαγητό είναι αποτυχημένο.

[αρχ. ἀποτυγχάνω μεταπλ. κατά το τυγχάνω > τυχαίνω· λόγ. < αρχ. ἀποτυγχάνω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποτυχαίνω.
  • 1) Δεν καταφέρνω να αποκτήσω, να βρω ή να πετύχω κ.:
    • απότυχαν την φιλίαν του αφεντός (Σουμμ., Pεμπελ. 186
    • ειδέ απετύχει το αίνιγμα και τα ρωτήματά μου (Aπολλών. 46
    • αποτυχήσας της νίκης (Λουκάνη, Oμήρ. Iλ. Γ´ Yπόθ).
  • 2) Aποκτώ (πβ. επιτυχαίνω 3):
    • δεν αποτυχαίνει της ουρανών βασιλείας (Διγ. Άνδρ. 33720).

[<αποτυγχάνω κατά τα ρ. σε αίνω. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτυχαίνω [apoti] ipf αποτύχαινα, aor απέτυχα (& απότυχα; subj αποτύχω)
  • be unsuccessful, suffer a setback, fall through, fail (ant πετυχαίνω):
    • απότυχε η απόπειρα, η επανάσταση, το πείραμα, η προσπάθεια, το σχέδιο |
    • η θεατρική παράσταση απότυχε |
    • απότυχε στη ζωή, στο σκοπό του |
    • απότυχε στις εκλογές, στις εξετάσεις |
    • απότυχε με τις γυναίκες |
    • τούτο γίνεται ολοφάνερο σε περιπτώσεις όπου η σκέψη αποτυχαίνει να βρει την έκφρασή της με λέξεις (Papanoutsos) |
    • επινοείς ένα σωρό τρόπους συμπεριφοράς και όλοι αποτυχαίνουν (Panagiotop) |
    • όλες οι εχθρικές αντεπιθέσεις αποτυχαίνουν μπροστά στη λύσσα των δικών μας (ADoxas) [fr postmed (Somavera), MG αποτυχαίνω, new pres based on aor αποτύχω] Cf L αποτυγχάνω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go