Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσυγχρονίζω [aposiŋxronízo] pass αποσυγχρονίζομαι (L)
- disrupt the body's circadian rhythms, disturb one's biorhythmic pattern, throw off balance or out of synchronization:
- όταν περνά από μια χρονική ζώνη σε άλλη ταξιδεύοντας γρήγορα, το σώμα αργεί να προσαρμοστεί, αποσυγχρονίζεται εσωτερικά
[neol, cpd w. συγχρονίζω]
- disrupt the body's circadian rhythms, disturb one's biorhythmic pattern, throw off balance or out of synchronization:



