Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απορρέει
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απορρέει [aporéi] 3sg (απορρέουν 3pl), ipf απέρρεε, aor απέρρευσε (subj απορρεύσει), pf & plupf έχει-είχε απορρεύσει, (L)
  • derive, spring, originate, emanate, stem, result (fr) (syn εκπηγάζει, πηγάζει, προέρχεται, προκύπτει):
    • η γλώσσα ~ από την κοινωνία |
    • η συμπάθεια ~ από την κατανόηση |
    • οι μελέτες του απορρέουν από περιέργεια |
    • υποχρέωσεις απορρέουν από τη σύμβαση |
    • στα κράτη αυτά οι οικονομικές δυσκολίες απορρέουν από το κεντρικό σχεδιασμό των οικονομικών τους συστημάτων |
    • τα θέματα του θεάτρου απορρέουν από τα προβλήματα του καιρού (Papanoutsos) |
    • η ευαισθησία του δεν απέρρεε από υπερεξογκωμένη φιλοδοξία (Thrylos) |
    • και το πρωτότυπο, από το οποίο απέρρευσαν οι μικρού μεγέθους εικόνες, ήταν μια εικόνα ιδιωτικής ευλάβειας (Pallas) |
    • ολόκληρο αυτό το σύμπαν έχει απορρεύσει από τη σκέψη του Δία (Tatakis)

[fr kath απορρέω ← MG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες