Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποθεραπεία η [apoθerapía] Ο25 : η τελευταία φάση της θεραπείας ενός αρρώστου ως την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του: Ο άρρωστος βρίσκεται στο στάδιο της αποθεραπείας.
[λόγ. αντδ. < ιταλ.(;) apoterapia < ελνστ. ἀποθεραπεία `φροντίδα του σώματος ύστερα από αθλητικούς αγώνες΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποθεραπεία [apoθerapía] η, (L)
- completion of cure, recuperation, recovery (near-syn ανάρρωση 1):
- η ικανοποιητική ~ των ηπατίτιδων προλαβαίνει πολλές κιρρώσεις |
- μετά την ~ του θα εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του |
- οι μελαχρινοί χρειάζονται μετά την εγχείριση μεγαλύτερο διάστημα για την ~ τους (GLadas, adapted)
[fr kath αποθεραπεία ← LK, AG]
- completion of cure, recuperation, recovery (near-syn ανάρρωση 1):



