Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απογερνώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απογέρνω [apojérno] Ρ αόρ. απόγειρα, απαρέμφ. απογείρει : (λαϊκότρ.) γέρνω λίγο, αποκτώ μια ελαφριά κλίση.

[απο- γέρνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απογερνώ [apojernó] Ρ10.4α αόρ. απογέρασα, απαρέμφ. απογεράσει : (λαϊκότρ.) φτάνω σε προχωρημένα γεράματα: Tώρα που απογέρασε κι αυτός να δούμε ποιος θα τον κοιτάξει.

[απο- γερνώ (πρβ. αρχ. ἀπογηράσκω ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απογέρνω [apoyérno] (& Kazantz πογέρνω) ipf απόγερνα, aor απόγειρα (subj απογείρω), pf & plupf έχω-είχα απογείρει
  • Ⓐ intr
  • ① lean, list, recline (syn γέρνω, πλαγιάζω):
    • τα βαπόρι ανασηκώθηκε, απόγειρε στη ζερβιά και μπατάρισε (Vlami) |
    • poem σε ύπνο απογείραμε στο ακρόγιαλο της θάλασσας απάνω (Homer Od 9.559 Kaz-Kakr) |
    • ο νιος στην αγκαλιά του θεοφονιά πογέρνει πικραμένος (Kazantz Od 21.1267) |
    • το κορμί μας στον τάφο θ' απογείρει (Filyras)
  • ② (of sun or moon) go down, set (syn βασιλεύω):
    • γύρισε τα μάτια προς το δυτικό μέρος, εκεί που απόγερνε το μισοφέγγαρο (Drosinis) |
    • poem .. ας είχε ο γήλιος απογείρει (Zevgoli)
  • ③ swerve, turn (syn στρίβω):
    • poem .. απόγειραν και χάθηκαν οι σκοτεινοί κουρσάροι (Kazantz Od 15.845)
  • Ⓑ trans bring back, return (syn επιστρέφω L, γυρίζω):
    • poem .. το κοπάδι | .. | στη μάντρα δεν τ' απόγειραν ομάδι (Douras)

[cpd w. γέρνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
απογερνώ [apoyernó] (& απογεράζω) aor απογέρασα
  • ① intr become very old (prematurely):
    • σε λίγες ώρες απογέρασε από την ψυχική του αγωνία (Kondylakis)
  • ② trans make s.o. very old, age greatly:
    • φοβάσαι τις επαναστάσεις .. και δε φοβάσαι τις συντηρήσεις που σ' απογεράζουν; (Apostolidis)

[cpd w. γερνώ (← MG γηρώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες